Οι εργασίες που εκτελούνται στην Επίδαυρο, από την ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών υπό την διεύθυνση του ομότ. καθηγητή αρχαιολογίας του Παν/μίου Αθηνών Βασίλη Λαμπρινουδάκη, σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας είχαν και εφέτος σημαντικά αποτελέσματα. Στο Ασκληπιείο απελευθερώθηκε η μεγάλη πλατεία, στο κέντρο του ιερού, από τους λίθους κτηρίων και αναθημάτων, οι οποίοι ήταν αποτεθειμένοι εκεί ήδη από τα χρόνια της μεγάλης ανασκαφής, 19ος και αρχές 20ου αιώνα.
Αυτός ελεύθερος χώρος, μπροστά από το ναό, 1500 περίπου τετρ. μέτρων, ήταν ένα βασικό λειτουργικό στοιχείο του ιερού. Μπορούσε να φιλοξενεί το πλήθος των προσκυνητών που έφθανε στο ιερό για να συμμετάσχει στην αιματηρή θυσία στον Ασκληπιό, με την εορταστική πομπή. Οριζόταν προς τα ανατολικά από το βωμό του θεού και στις δυο πλευρές του από ημικυκλικές εξέδρες, αναθήματα και συγχρόνως θέσεις εξεχουσών οικογενειών της Επιδαύρου, από όπου τα μέλη τους παρακολουθούσαν την τελετουργία της θυσίας.
Περί τους 350 λίθους μεταφέρθηκαν, μετά από την απαιτούμενη τεκμηρίωση, σε οργανωμένο αποθετήριο, ενώ άλλοι 100 τακτοποιήθηκαν- προσωρινά- στην πλατεία για να μελετηθούν, πριν από την απομάκρυνσή τους. Ήδη η πλατεία παρέχει στον επισκέπτη την αρχαία της εικόνα.
Στο μεγάλο κτήριο του 2ου μ.Χ. αιώνα («Κτήριο Κ») στα δυτικά της ιεράς οδού, διακριβώθηκαν πολλές οικοδομικές φάσεις, μέχρι τον ύστερο 4ο αι. μ.Χ. Η ύπαρξη μίας ιδιόμορφης «κρύπτης» συνάδει με την χρήση του «Κτηρίου Κ» για μία μυστικιστική λατρεία, ιδίως, κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους.
Στην πόλη της Επιδαύρου, σε μικρή απόσταση από το «μικρό θέατρο», αποκαλύφθηκε, το άγνωστο ως σήμερα, Τέμενος του Ασκληπιού. Η θέση του αναφέρεται από τον αρχαίο περιηγητή Παυσανία. Οι εγκαταστάσεις του Τεμένους χρονολογούνται από τον 4ο π.Χ. αιώνα. Ωστόσο, η φάση στην οποία διατηρήθηκαν τα κτίσματα του ιερού είναι αυτή που διαμορφώθηκε κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα, συνδεόμενη, πιθανότατα, με την επίσκεψη του Αδριανού το 124 μ.Χ., στην Επίδαυρο.
Το ιερό αποτελείται από έναν υπαίθριο περίβολο 100 τμ., μία κρήνη με δεξαμενή 220 τμ. και μία στοά μπροστά τους, 128 τμ. Όπως μαρτυρεί ο Παυσανίας στον υπαίθριο περίβολο ήταν στημένα τα αγάλματα του Ασκληπιού και της Ηπιόνης. Στην απέναντι ανατολική πλευρά, ο τοίχος του περιβόλου ήταν κλιμακωτός και στις βαθμίδες του σώζονται τα λαξεύματα για την στερέωση στηλών ή άλλων αναθημάτων. Στο κέντρο του περιβόλου διατηρήθηκε φρέαρ, με καλοχτισμένο τοίχωμα, από το οποίο μία υπόγεια κτιστή οξυκόρυφη σήραγγα οδηγούσε το νερό του στην κρήνη η οποία βρίσκεται σε επαφή με τον περίβολο. Το νερό αποτελούσε κύριο συστατικό στοιχείο στα Ασκληπιεία. Γι’ αυτό και το οικοδόμημα της κρήνης έλαβε μνημειώδη μορφή και διαστάσεις. Ο χώρος υδροληψίας, στην πρώτη φάση της λειτουργίας του ιερού, είχε πρόσοψη ιωνικού ρυθμού με τρεις κίονες ανάμεσα σε πεσσούς και στο εσωτερικό του αρυκρήνη και λεκάνες με ροοκρήνες.
Κατά τη φάση των Ρωμαϊκών χρόνων η πρόσβαση στο νερό της δεξαμενής ενσωματώθηκε στη στοά η οποία χτίστηκε στη δυτική πλευρά του ιερού, μπροστά από τον παλαιό χώρο υδροληψίας και τον περίβολο. Η στοά είχε τρίβαθμη κρηπίδα και επιχρισμένους, με κονίαμα, κίονες. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορούσε να εξυπηρετεί την διαδικασία της εγκοίμησης.
Από τον περίβολο, κυρίως, αλλά και τις γύρω του επιχώσεις, προέρχονται ευρήματα που επιβεβαιώνουν την ταύτιση του χώρου με το Τέμενος του Ασκληπιού. Χαρακτηριστικότερα είναι ένα όστρακο με χαραγμένο το όνομα του θεού, πήλινα δισκάρια με προτομή θεότητας για ανάρτηση, ειδώλια, λύχνοι και τεμάχια από πήλινες θερμοφόρες. Από το ιερό πρέπει να προέρχονται και τα χάλκινα ιατρικά εργαλεία που βρέθηκαν σε παλαιότερες ανασκαφές στην ορχήστρα του παρακείμενου θεάτρου.
Οι εργασίες στην πόλη της Επιδαύρου γίνονται με χορηγία του Ιδρύματος Ι. Λάτση.