Αίτημα για αλλαγή διάταξης της ΑΑΔΕ η οποία συνιστά αντικίνητρο για τη συμμετοχή των επιχειρήσεων στις ρυθμίσεις οφειλών και ιδιαίτερα του εξωδικαστικού μηχανισμού κατέθεσε με Επιστολή της στον Υπουργό Οικονομικών κ. Χρήστο Σταϊκούρα η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας.
Ειδικότερα, ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ κ. Γιώργος Καρανίκας επισημαίνει ότι το ισχύον πλαίσιο επιβάλλει σε έναν φορολογούμενο – που έχοντας ρυθμίσει τις οφειλές του επιθυμεί να προεξοφλήσει το ρυθμισμένο υπόλοιπο της οφειλής – να καταβάλει το σύνολο αυτής, συμπεριλαμβανομένων όλων των υπολογισθέντων τόκων ή προσαυξήσεων. Δεν εφαρμόζεται δηλαδή στην περίπτωση της ΑΑΔΕ αυτό που ισχύει για τα δάνεια του ιδιωτικού τομέα, όπου η προεξόφληση προϋποθέτει μόνο την καταβολή του κεφαλαίου του δανείου, που συμπεριλαμβάνεται στην οφειλή. Αυτή η πρόβλεψη όμως στην πράξη εμποδίζει μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων – μελών της Συνομοσπονδίας να διευθετήσουν τις οφειλές τους προς το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ.
Η πρακτική αυτή δημιουργεί λειτουργικό ζήτημα σε όλες τις ισχύουσες δόσεις και ρυθμίσεις που αφορούν στις οφειλές προς το Δημόσιο, το οποίο μάλιστα γιγαντώνεται στις ρυθμίσεις του εξωδικαστικού μηχανισμού του ν. 4738/2020, αποτελώντας ισχυρό ανασχετικό παράγοντα για την συμμετοχή στις διατάξεις του και άρα για την επιτυχία του. Ο λόγος είναι απλός: για ένα τόσο εκτεταμένο διάστημα ρύθμισης (έως 240 δόσεις/20 έτη) με το επιτόκιο που εφαρμόζει το Δημόσιο το οποίο υπερβαίνει σήμερα το 5%, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το τελικό οφειλόμενο ποσό υπερδιπλασιάζεται. Εάν λοιπόν ο οφειλέτης θελήσει να προεξοφλήσει νωρίτερα το υπόλοιπο της οφειλής – κάτι το οποίο θα έπρεπε να το επιζητά το Δημόσιο – καλείται να καταβάλει χρηματικά μεγέθη σημαντικά υψηλότερα της αρχικής – προ ρύθμισης – οφειλής.
Η ΕΣΕΕ ζητά την αλλαγή της εν λόγω επιβαρυντικής διάταξης, ώστε κατά τα πρότυπα του ιδιωτικού τομέα ο οφειλέτης να επιβαρύνεται τελικά μόνο με το βασικό κεφάλαιο της ρυθμισμένης οφειλής του. Η αιτούμενη μεταβολή θα υπηρετήσει τις ανάγκες των επιχειρήσεων και την στοχοθέτηση της ίδιας της κυβέρνησης στην απόδοση των ρυθμίσεων. Σε αντίθετη περίπτωση, υφίσταται ο σοβαρός κίνδυνος η πλειονότητα των ρυθμίσεων να αποτελέσουν «δώρο – άδωρο» για τις επιχειρήσεις και μάλιστα σε μία δύσκολη συγκυρία που πολλές εξ’ αυτών τις έχουν άμεση ανάγκη στον αγώνα που δίνουν για την επιβίωσή τους.