Οι προοπτικές και οι δυνατότητες του ελληνικού τουρισμού συζητήθηκαν, την Τρίτη 20 Νοεμβρίου σε εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) και η PwC Ελλάδας.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, παρουσιάστηκε η μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ με τίτλο «Hotel Study: ανάλυση οικονομικών στοιχείων των ξενοδοχείων στην Ελλάδα – ανά προορισμό και ανά Κατηγορία Αστεριών», από τον κ. Άρη Ίκκο, επιστημονικό διευθυντή του Ινστιτούτου και η μελέτη της PwC «Η επόμενη ημέρα του ελληνικού τουρισμού», από τον Εντεταλμένο Σύμβουλο της εταιρείας κ. Κώστα Μητρόπουλο.
Και οι δύο μελέτες εστιάζουν στη δομική ανάλυση του ελληνικού ξενοδοχειακού κλάδου με συμπεράσματα που επεκτείνονται στο σύνολο του τουριστικού τομέα. Όπως επιβεβαιώνεται, το οικονομικό αποτέλεσμα από τη λειτουργία της ξενοδοχειακής επιχείρησης, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ανάπτυξη του εκάστοτε προορισμού ενώ η ζήτηση ενισχύεται με τη δημιουργία τουριστικών προϊόντων που προσφέρουν ταξιδιωτικές εμπειρίες.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ, ο ξενοδοχειακός κλάδος αναδεικνύεται ως μία σημαντική δραστηριότητα της ελληνικής οικονομίας, καθώς με κύκλο εργασιών 5,7 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση συνεισφέρει 3,5% στο ΑΕΠ.
Το βασικό προϊόν που εξακολουθεί και στηρίζει την τουριστική δραστηριότητα και αποφέρει θετικά οικονομικά αποτελέσματα, είναι το «Ήλιος – Θάλασσα» και ακολουθεί το city break, παρά τον ισχυρό διεθνή ανταγωνισμό. Παράλληλα, περίπου το 85% του τουριστικού προϊόντος, συγκεντρώνεται στους δημοφιλείς και παραδοσιακούς προορισμούς, σε 5 Περιφέρειες (Ν. Αιγαίου, Κρήτη, Κ. Μακεδονία, Ιόνιο, Αττική). Στις υπόλοιπες Περιφέρειες, η δραστηριότητα του κλάδου (σε όρους κύκλου εργασιών σε σχέση με τα απασχολούμενα κεφάλαια) είναι πολύ χαμηλή και αντίστοιχα πολύ χαμηλή είναι η κερδοφορία του σε επίπεδο Κερδών προ Φόρων, Τόκων και Αποσβέσεων ή αρνητική σε επίπεδο Κερδών προ Φόρων. Παρατηρείται επίσης, μέσα στην τελευταία 5ετία, μια αύξηση επενδύσεων σε 5άστερα ξενοδοχεία και αντίστοιχα μείωση σε μονάδες 3-4 αστέρων. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, για την περίοδο μεταξύ 2010 και 2015, οι επιχειρήσεις που εξέτασε η μελέτη της PwC υλοποίησαν επενδύσεις ύψους 1,8 δισ. ευρώ, κυρίως για μεγάλα ξενοδοχεία 5 αστέρων σε δημοφιλείς προορισμούς.
Οι συνολικές επενδυτικές ανάγκες στον ξενοδοχειακό κλάδο για την επόμενη 5ετία, υπολογίζονται σε 6,2 δισ. ευρώ, τα οποία κατανέμονται σε 4,8 δισ. ευρώ για την αναβάθμιση του υφιστάμενου δυναμικού, σε 1 δισ. ευρώ για την κατασκευή επιπλέον κλινών και σε 300 εκατ. ευρώ για τη συντήρηση υφιστάμενων εγκαταστάσεων.
Σύμφωνα με το ΙΝΣΕΤΕ, ενδεικτικό της επενδυτικής δραστηριότητας του κλάδου κατά τη διάρκεια της κρίσης, είναι ότι η δυναμικότητα των ξενοδοχείων αυξήθηκε από 397.660 δωμάτια το 2010 σε 414.127 δωμάτια το 2017. Για το ίδιο διάστημα, καταγράφεται αναδιάρθρωση του προϊόντος προς υψηλότερες κατηγορίες και κυρίως ξενοδοχεία 5 αστέρων. Ειδικότερα, η δυναμικότητα στα ξενοδοχεία 5 αστέρων αυξήθηκε από 51.100 δωμάτια το 2010 σε 74.884 δωμάτια το 2017. Στην δυσανάλογα μεγάλη αύξηση των δωματίων 5 αστέρων, που δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη αύξηση της ζήτησης με αποτέλεσμα την υποαπασχόληση των επενδεδυμένων κεφαλαίων στην κατηγορία αυτή, συνέβαλε η στόχευση του Αναπτυξιακού Νόμου του 2005, για ενισχύσεις επιχειρηματικών σχεδίων ξενοδοχείων 5 αστέρων. Να σημειωθεί επίσης ότι, λόγω του μεγαλύτερου αριθμού απασχολούμενων ανά δωμάτιο, όσο υψηλότερη είναι η κατηγορία της ξενοδοχειακής μονάδας, τόσο μεγαλύτερη η απασχόληση.
Κατά τη μελέτη της PwC, περίπου το 50% επί του συνόλου των ξενοδοχείων της χώρας εντάσσεται στην ομάδα των Stars (διεθνώς ανταγωνιστικά), ενώ κάτω από το 25% εντάσσεται στην ομάδα των Ζombies (με συρρίκνωση εσόδων, μηδενική ή αρνητική κερδοφορία και μη βιώσιμο δανεισμό).
Η μελέτη της PwC καταλήγει σε 3 επενδυτικές στρατηγικές, για τον ξενοδοχειακό κλάδο που στοχεύουν στη δημιουργία αξίας: Ανάπτυξη «δευτερευόντων» προορισμών, προσθήκη χωρητικότητας σε κυρίους προορισμούς και αναβάθμιση των ξενοδοχειακών μονάδων στην επόμενη κατηγορία
Σύμφωνα με τη μελέτη της PwC, ο ελληνικός τουρισμός παραμένει ένας από τους κύριους παράγοντες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, αλλά απαιτούνται στρατηγικές προσαρμογές για την αύξηση της αξίας του.
Οι τέσσερεις πολιτικές που προτείνονται, απαιτούν την οικοδόμηση μιας νέας σχέσης συνεργασίας μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα :
- Προσέλκυση τουριστών με υψηλό εισόδημα και ταχεία ανάπτυξη εκτός ΕΕ με εκτιμώμενο δυναμικό 6,9 δισ. ευρώ στις τουριστικές εισπράξεις
- Εισαγωγή συμπληρωματικών προϊόντων με εκτιμώμενο δυναμικό 2,6 δισ. ευρώ στις ταξιδιωτικές εισπράξεις
- Επέκταση ζήτησης σε δευτερεύοντες προορισμούς με εκτιμώμενη αύξηση εσόδων ξενοδοχείων που φτάνουν τα 2,1 δισ. ευρώ
- Επέκταση και αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος με ετήσια εκτιμώμενη άμεση επίδραση στο ΑΕΠ που αγγίζει τα 4,3 δισ. ευρώ
Στην εισαγωγική του τοποθέτηση, ο CΕΟ, της PwC Ελλάδας κ. Μάριος Ψάλτης, τόνισε: «Ο ελληνικός τουρισμός, μπορεί να αναδειχθεί σε οδηγό του μελλοντικού μοντέλου ανάπτυξης της χώρας. Η συνεχής αύξηση του κάθε άλλο παρά αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Απαιτείται ευελιξία, μακροπρόθεσμη στόχευση και διορατικότητα για τη διαμόρφωση μιας τουριστικής εμπειρίας υψηλής αξίας και την ανάδειξη της εικόνας του μεγάλου προορισμού στα μάτια των φιλοξενούμενων τουριστών».
Σε συνέχεια της παρουσίασης των μελετών ακολούθησε συζήτηση με τη συμμετοχή του κ. Γιάννη Ρέτσου προέδρου του ΣΕΤΕ και Managing Director Electra Hotels & Resorts, του κ. Φωκίωνα Καραβία διευθύνοντος συμβούλου της Eurobank και του κ. Μιχάλη Μαυρόπουλου, πρώην regional director ΤUI Destinations Experiences East Mediterranean και του κ. Κώστα Μητρόπουλου εντεταλμένου συμβούλου της PwC. Συντονιστής της συζήτησης ήταν ο γενικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ κ. Ηλίας Κικίλιας.
Ο κ. Ρέτσος κατά τη διάρκεια της συζήτησης μεταξύ άλλων ανέφερε: «Ο τουρισμός έχει δυνατότητες για ακόμη καλύτερες μέρες, υπό την προϋπόθεση δημιουργίας νέων τουριστικών προϊόντων που είναι άμεσα συνυφασμένη με την δημιουργία και ανάδειξη προορισμών. Η απαίτηση για συμπράξεις και συνεργασία είναι περισσότερο από ποτέ επιτακτική».
Ο κ. Καραβίας επισήμανε ότι: «Η στήριξη του τουριστικού κλάδου αποτελεί στρατηγική επιλογή για τη Eurobank. Ο ελληνικός τουρισμός, στην κορυφή του διεθνούς ανταγωνισμού, άντεξε στην κρίση και ήδη προσελκύει ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον. Ο τουρισμός θα είναι ο πρωταγωνιστής της επιστροφής στην ανάπτυξη. Μπορούμε και θέλουμε να συμμετέχουμε στη χρηματοδότηση των τουριστικών επενδύσεων σε όλα τα επίπεδα – από τα μεγάλα έργα υποδομής μέχρι τη μικρή τουριστική επιχείρηση. Ταυτόχρονα, στον τουρισμό κατεξοχήν αποτυπώνεται η αντίληψή μας για το μέλλον της τραπεζικής, με μια ολιστική προσέγγιση που περιλαμβάνει το δανεισμό, χρηματοδοτικά εργαλεία που βελτιώνουν την καθημερινότητα, τις συμβουλευτικές υπηρεσίες, την χαρτογράφηση των χρηματοοικονομικών προοπτικών, τον εντοπισμό ευκαιριών ανάπτυξης, την άντληση κεφαλαίων και τη συνολική στρατηγική ανάπτυξης σε ένα κλάδο που προσφέρει και θα προσφέρει στο κοντινό μέλλον τέτοιες ευκαιρίες».
Ο κ. Μαυρόπουλος υπογράμμισε ότι: «Η Ελλάδα πρωταγωνιστεί σταθερά τα τελευταία χρόνια στην παγκόσμια τουριστική αγορά. Η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει είναι ο μετασχηματισμός της από έναν από τους πιο δημοφιλείς Sun & Beach προορισμούς σε έναν all year round προορισμό όπου ο επισκέπτης μπορεί να επιλέξει μέσα από διαφορετικά κανάλια μια πληθώρα εμπειριών που αναδεικνύουν την μοναδικότητα του τουριστικού προϊόντος μας. Πιστεύω ότι οι συνθήκες είναι οι πλέον ευνοϊκές ώστε η Ελλάδα να συνεχίσει δυναμικά το έργο αυτής της μετεξέλιξης».
Ο κ. Κώστας Μητρόπουλος, συνόψισε την κατάσταση του ελληνικού τουρισμού ως καλή σημειώνοντας ότι μπορεί να γίνει λαμπρή. Με τη σύμπραξη ιδιωτικού και δημοσίου τομέα.