Τα συμπεράσματα της μελέτης «Η Ελλάδα στον τουριστικό ανταγωνισμό –Ποιοί είναι οι παράγοντες της επιτυχίας;» που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Διοίκησης Επιχειρήσεων και Τουρισμού της Ανώτατης Σχολής Εφαρμοσμένων Επιστημών Westküste Γερμανίας, παρουσιάστηκαν σε ιδιαίτερη εκδήλωση παρουσία της υπουργού Τουρισμού κας Κεφαλογιάννη, του Πρέσβη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, κ. Wolfgang Dold. του καθηγητού κ. κ. Bernd Eisenstein, της κας Karola Tippmann και φορέων του τουρισμού τη Τρίτη 28, Μαϊου 2013.
Σύμφωνα με την έρευνα του Γερμανικού ινστιτούτου, οι Γερμανοί όταν ακούν τη λέξη ΕΛΛΑΔΑ, θυμούνται τα φυσικά της χαρακτηριστικά, τα τοπία της, τις ακτές της και τα θαλάσσια νερά της, το κλίμα της, τα πολιτιστικά της στοιχεία, το γαστρονομικό της επίπεδο, καθώς και τους φιλόξενους ανθρώπους της και όχι την οικονομική κρίση
Ο Πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου κ. Γιώργος Τσακίρης, στην ομιλία του αναφέρθηκε στη μεγάλη αξία που έχει για τον ελληνικό τουρισμό αυτή η έρευνα τονίζοντας ότι “Η χώρα μας αποτελεί μια πάγια αξία προορισμού για τους Γερμανούς επισκέπτες”.
Δείτε το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Τσακίρη
Aξιότιμη Υπουργέ Τουρισμού κυρία Όλγα Κεφαλογιάννη,
Εξοχότατε Πρέσβη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, κύριε Wolfgang Dold
Καθηγητά κ. Bernd Eisenstein
Κυρία Karola Tippmann
Κυρίες και Κύριοι
Πριν από ένα μήνα με επισκέφθηκαν στο γραφείο μου , οι κυρίες Tippman, οι οποίες και ζήτησαν την βοήθεια και συνδρομή του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδος για την παρουσίαση μιας σημαντικής μελέτης του καθηγητού κ Eisenstein, που πίστευαν ότι θα διαφοροποιούσε την αντίληψη που είχαμε εμείς οι Έλληνες, για το τι πιστεύουν οι Γερμανοί τουρίστες –καταναλωτές για την χώρα μας.
Τα συμπεράσματα της μελέτης «Η Ελλάδα στον τουριστικό ανταγωνισμό –Ποιοί είναι οι παράγοντες της επιτυχίας;» που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Διοίκησης Επιχειρήσεων και Τουρισμού της Ανώτατης Σχολής Εφαρμοσμένων Επιστημών Westküste Γερμανίας, συνιστούν μια ενδιαφέρουσα οπτική της προς έρευνα προβληματικής του ανταγωνισμού του ελληνικού τουρισμού.
Δεν θα αναφερθώ στα στοιχεία και στην αναλυτική προσέγγιση της μελέτης και των συμπερασμάτων της, για τα οποία άλλωστε οι επόμενοι ομιλητές είναι καταλληλότεροι εμού, αλλά θα ήθελα να επισημάνω δυο κατευθύνσεις που κατά την γνώμη μου παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Αφενός τη λογική του βασικού ανοικτού ερωτήματος της μελέτης, δηλαδή «Τι σας έρχεται αυθορμήτως κατά νου στο άκουσμα της λέξης ΕΛΛΑΔΑ ως ταξιδιωτικό προορισμό» και αφετέρου, το συνολικά εξαγόμενο περιεχόμενο των ομαδοποιημένων συμπερασμάτων από τις αυθόρμητες απαντήσεις.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό και χρήσιμο για τις μελλοντικές προσεγγίσεις μας, να γνωρίζουμε τις απόψεις των επισκεπτών μας που προέρχονται από μια μεγάλη και καθοριστικής σημασίας αγορά όπως η γερμανική, για το τι τους έρχεται αυθόρμητα στο νου όταν ακούν τη λέξη ΕΛΛΑΔΑ, όταν ακόμη προγραμματίζουν και σχεδιάζουν τους πιθανούς προορισμούς των επικείμενων διακοπών τους, καθόσον η μελέτη υλοποιήθηκε τον περασμένο Οκτώβριο.
Αυτή η λογική της αυθόρμητης εκφοράς εντυπώσεων συνδεδεμένων με το όνομα της χώρας μας ως ταξιδιωτικού προορισμού, εμπεριέχει στοιχεία και πληροφορίες που η αποκωδικοποίησή τους, τη στιγμή της –ηχητικής ή οπτικής – εμφάνισης της χώρας μας στον άνθρωπο-τουρίστα τον οδηγεί σε συνειρμούς – θετικούς ή αρνητικούς- που λίγο πολύ έχουν χαραχθεί στο υποσυνείδητό του και συνιστούν το αντικειμενοποιημένο απόθεμα της θετικής ή αρνητικής εμπειρίας του.
Φυσικά εάν η εμπειρία αυτή και η αντίστοιχη αυθόρμητη απάντηση είναι αρνητική, τότε αυτό είναι πρόβλημα για εμάς.
Το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, συνιστά σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα .
Στην περίπτωσή μας, όπως αναδεικνύεται μέσα από αυτή την ξεχωριστή μελέτη, μπορούμε να πούμε ότι τα ευρήματα είναι ενθαρρυντικά και θετικά για το μέλλον του Ελληνικού τουρισμού και την αποδοχή του από την Γερμανική τουριστική αγορά.
Έτσι, στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, η ομαδοποίηση της εκφοράς των αυθορμήτων εντυπώσεων από τη λέξη ΕΛΛΑΔΑ δείχνει να εδράζεται στα φυσικά της χαρακτηριστικά, στα τοπία της, στις ακτές της και τα θαλάσσια νερά της, στο κλίμα της, στα πολιτιστικά της στοιχεία, στο γαστρονομικό της επίπεδο, καθώς και στους φιλόξενους ανθρώπους της. Υποδηλώνει δε ότι η χώρα μας στέκεται πάντα σε ένα υψηλό επίπεδο προτιμήσεων και αποτελεί μια πάγια αξία προορισμού για τους Γερμανούς επισκέπτες.
Πάρα ταύτα, όλοι εμείς οι φορείς του τουρισμού, έχουμε επανειλημμένα εκφράσει την ανησυχία μας για την απομείωση της κίνησης των Γερμανών τουριστών προς την χώρα μας τα τελευταία 2-3 χρόνια. Μάλιστα η Γερμανική αγορά έχει χαρακτηρισθεί , εύστοχα, ως ο μεγάλος ασθενής για τον Ελληνικό Τουρισμό.
Και εδώ θέλω να κάνω μια παρένθεση και να αναφερθώ πολύ συνοπτικά, στο τι αντιπροσωπεύει για τον Ελληνικό τουρισμό η Γερμανική αγορά. Η Γερμανική αγορά είναι η δεύτερη πολυπληθέστερη πελατειακή μας ομάδα, ιστορικά από τις παραδοσιακότερες και με τουρίστες που δαπανούν ποσά ανά επισκέπτη πολύ πάνω από τον μέσο όρο των επισκεπτών της χώρας μας.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα συμπεράσματα της μελέτης, οι σκέψεις και η αντίληψη που έχουν οι Γερμανοί πολίτες για την χώρα μας , ως τουριστικoύ προορισμού , εξακολουθητικά παραμένουν θετικές.
Συνεπώς, από το επιστημονικό αυτό εύρημα εύλογα μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η μείωση των αφίξεων από τη Γερμανία τα τελευταία 2-3 χρόνια, ήταν αποτέλεσμα της κακής εικόνας που μεταδόθηκε και αναπαράχθηκε από τα μέσα ενημέρωσης και που δημιούργησε αρνητικές εντυπώσεις στους Γερμανούς πολίτες για την χώρα μας, αποτρέποντας τους από το να μας επιλέξουν ως τόπο διακοπών τους.
Τολμώ δε εδώ να τονίσω ότι όλοι εμείς στο Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο και εγώ προσωπικά, αισθανόμαστε απόλυτα δικαιωμένοι από τα συμπεράσματα αυτά της έρευνας, καθόσον πιστεύαμε και υποστηρίζαμε σταθερά ότι οποιαδήποτε αμφιβολία για το κατά πόσο η Ελλάδα είναι ένας φιλόξενος προορισμός, ήταν αποκλειστικά το αποτέλεσμα συγκυριακής παραπληροφόρησης που παράχθηκε από διεθνή και κάποια εγχώρια μέσα που εξυπηρετούσαν δικούς τους σκοπούς.
Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφέρω ότι τα χαρακτηριστικά αυτά, του σε σημαντικό βαθμό «μοναδικού χαρακτήρα» της χώρας μας στη γερμανική αγορά, τα οποία ανέδειξε ως επιστημονικό δεδομένο η εν λόγω έρευνα, δεν πρέπει να μας εφησυχάζουν, καθώς δεν αρκούν για τη διατήρησή μας σε μια σχετικά ισχυρή θέση στην αξιακή ιεράρχηση του διεθνούς τουριστικού ανταγωνισμού.
Και δεν αρκούν για δύο λόγους.
Πρώτον, γιατί θα πρέπει κάθε τι το φυσικό χαρακτηριστικό και πλεονέκτημα, να προστατευθεί, να διατηρηθεί σε υψηλή ποιότητα ακόμη και να αναδειχθεί , πράγμα που σημαίνει σχεδιασμό και εφαρμογή κανόνων χρήσης, με συνέπεια, ενάντια σε κάθε παρέκκλιση και υπερεκμετάλλευση που μπορεί τελικά να μας οδηγήσουν σε αντίθετα αποτελέσματα και να προκαλέσουν αρνητικές καταστάσεις και εξελίξεις.
Δεύτερον, γιατί θα πρέπει να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα εμπλουτισμού και αναβάθμισης του τουριστικού προϊόντος προσθέτοντας και άλλα στοιχεία και χαρακτηριστικά, καθώς και συμπεριφορές, υποστηρικτικά μιας ευχάριστης και ασφαλούς τουριστικής διαμονής.
Μόνον με αυτόν τον τρόπο, η κατάκτηση αυτής της σχετικά ισχυρής θέσης για τη χώρα μας, στην αξιακή ιεράρχηση του διεθνούς τουριστικού ανταγωνισμού, μπορεί να μας δώσει την δυνατότητα ισχυροποίησης της εικόνας και του brand μας, στο άμεσο και απώτερο μέλλον.