Στη εκδήλωση της «Ελληνικό Μετρό» για την υπογραφή της σύμβασης λειτουργίας του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου, παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, η υπουργός Πολιτισμού έκανε την ακόλουθη παρέμβαση:
«Συνταγματική υποχρέωση και θεσμικό μας καθήκον αποτελεί η διασφάλιση των προϋποθέσεων και η λήψη των κατάλληλων μέτρων, ώστε η εξυπηρέτηση των αναγκών διαβίωσης, ανάπτυξης και προόδου των πολιτών, να συνυπάρχει με το πολύτιμο -για την εξέλιξη και την ευημερία της κοινωνίας μας- κεφάλαιο της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η πολιτιστική κληρονομιά δε φαλκιδεύει την αναπτυξιακή προοπτική της πατρίδας μας. Αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα και πολλαπλασιαστή της οικονομικής και κοινωνικής μας προόδου.
Στο πλαίσιο της κατασκευής του Μετρό Θεσσαλονίκης, διενεργήθηκε η μεγαλύτερη ανασκαφική έρευνα σωστικού χαρακτήρα, που έχει ποτέ πραγματοποιηθεί στη χώρα, συμβάλλοντας στην αναδίφηση της ιστορίας της πόλης από την ίδρυσή της, στα χρόνια του Κασσάνδρου, στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. έως τις αρχές του 20ού αιώνα.
Το μεγαλύτερο τμήμα του έργου χωροθετήθηκε στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, εντός και εκτός των τειχών της αρχαίας πόλης. Η πυκνότητα των αρχαίων καταλοίπων είναι μεγάλη. Αποκαλύπτονται σχεδόν αμέσως κάτω από το σύγχρονο οδόστρωμα και φθάνουν έως και τα 9.00μ. βάθος.
Η μεγάλη πυκνότητα των αρχαιοτήτων, ιδιαιτέρως στους σταθμούς «Βενιζέλου» και «Αγίας Σοφίας» και ο τεράστιος αριθμός των κινητών ευρημάτων -ξεπερνούν τις 300.000- οφείλεται στις επάλληλες φάσεις κατοίκησης της Θεσσαλονίκης, από τους ελληνιστικούς έως και τους νεότερους χρόνους. Με ιδιαίτερη ένταση, όμως, στη βυζαντινή εποχή.
Από τους δεκατρείς συνολικά σταθμούς του Μετρό, αρχαιότητες αποκαλύφθηκαν στους δύο σταθμούς του ιστορικού κέντρου («Βενιζέλου και Αγίας Σοφίας»), στους εκτός των τειχών σταθμούς στα δυτικά («Δημοκρατίας, Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός») και στα ανατολικά, («Σιντριβάνι», «Πανεπιστήμιο», «Φλέμιγκ» και «Αμαξοστάσιο Πυλαίας»).
Τα ευρήματα στους σταθμούς «Βενιζέλου» και «Αγίας Σοφίας» -οι οποίοι απέχουν μόλις 800μ. μεταξύ τους- αποτυπώνουν διαχρονικά την πολεοδομική εξέλιξη του αστικού ιστού, στο ύψος της κεντρικής οδού, που διέτρεχε την πόλη -από της ιδρύσεώς της μέχρι σήμερα- στην ίδια σχεδόν χάραξη: Ο ελληνιστικός δρόμος με τα χαλικόστρωτα καταστρώματά του, ο decumanus maximus της ρωμαϊκής εποχής και της ύστερης αρχαιότητας, η βυζαντινή Λεωφόρος ή Μέση Οδός, η σημερινή Εγνατία.
Οι ανασκαφές έφεραν στο φως μια μοναδική μνημειακή εικόνα της πρωτοβυζαντινής πόλης. Στο σταθμό της Αγίας Σοφίας, στο κομβικό σημείο της διασταύρωσης του decumanus maximus (οδός Εγνατία) με τον cardo (στο ύψος της οδού Αγίας Σοφίας), διαμορφώνονται κιονοστήρικτες ημικυκλικές στοές, που όριζαν μαρμαρόστρωτες πλατείες.
Ανεγείρονται μεγάλα κτηριακά συγκροτήματα με πολυτελή ψηφιδωτά δάπεδα, εντοίχιο γραπτό διάκοσμο, ορθομαρμαρώσεις και opus sectile. Την ίδια εποχή, στη συμβολή του decumanus με τον cardo, κατασκευάζεται ένα κρηναίο οικοδόμημα, ένα νυμφαίο, με επάλληλες οικοδομικές φάσεις.
Δραστική επέμβαση στον πολεοδομικό σχεδιασμό της πόλης συντελείται στον 6ου αι.: Ο μαρμαρόστρωτος decumanus διαπλατύνεται, τα παλαιότερα οικοδομήματα ισοπεδώνονται και στη θέση τους διαμορφώνονται πλακόστρωτες πλατείες στα κεντρικά σταυροδρόμια της πόλης. Οι επιβλητικές αυτές αρχιτεκτονικές διαμορφώσεις του δημόσιου χώρου -πλατείες, στοές, κρήνες στην πορεία των κεντρικών οδών αποτελούν την τελευταία μνημειακή εικόνα της ύστερης αρχαιότητας.
Στη βόρεια είσοδο του Σταθμού, στους βυζαντινούς χρόνους, πάνω στα ερείπια της βόρειας πλατείας και των οικοδομημάτων της κτίζονται καταστήματα και εργαστήρια που ανοίγονται προς τη Λεωφόρο και καταδεικνύουν λειτουργία οργανωμένης αγοράς με βιοτεχνική παραγωγή και πώληση κυρίως έργων μικροτεχνίας.
Για να κατασκευαστεί ο Σταθμός, σημαντικές αρχαιότητες αποσπάστηκαν, το 2017, το 2018, χωρίς ουσιαστικές μελέτες. Σε αντίθεση, με όλα όσα εφαρμόζουμε από το 2019. Το κρηναίο οικοδόμημα, που αποσπάστηκε τότε, επανατοποθετήθηκε πριν λίγους μήνες. Τμήματα κτηρίων με πολυτελή ψηφιδωτά δάπεδα, των αρχών του 4ου αι., που αποσπάστηκαν τότε ή τμήμα του decumanus, που αποσπάστηκε το 2012, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα επανατοποθέτησής τους, προβλέπεται να εκτεθούν στα δύο Μουσεία, που έχουν σχεδιαστεί από το Υπουργείο Πολιτισμού για τα ευρήματα του Μετρό. Το ένα στο κτήριο-μνημείο του στρατωνισμού Α3, στο Μητροπολιτικό Πάρκο Παύλου Μελά, με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2025, και το δεύτερο στο υπόγειο κτήριο στο Crossover, με προβλεπόμενο χρόνο ολοκλήρωσης το 2027, συνολικού προϋπολογισμού περίπου 45.000.000 ευρώ.
Στη βόρεια είσοδο του Σταθμού, επί της πλατείας Μακεδονομάχων, δημιουργείται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης και αποδίδεται στην πόλη, μέχρι το τέλος του έτους, ένας νέος αρχαιολογικός χώρος, άνω των 800 τμ., με χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Για την προστασία και την ανάδειξη αυτών των αρχαιοτήτων, κρίθηκε αναγκαία από το Υπουργείο Πολιτισμού, η κατασκευή του στεγάστρου. Σκοπός του, η προστασία των ευπαθών καταλοίπων από τους παράγοντες του περιβάλλοντος και του σκάμματος από τα όμβρια ύδατα, αλλά και η δυνατότητα θέασης των αρχαιοτήτων, κυρίως από τον άξονα της Εγνατίας.
Παράλληλα, ολοκληρώθηκε η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου στην περιοχή της νότιας εισόδου του Σταθμού με την επανατοποθέτηση της κυκλικής μαρμαρόστρωτης πλατείας, καθώς και τμήματος του στυλοβάτη της στοάς που την περιέβαλε, ενώ αναστηλώθηκαν και οι δύο ακέραιοι κίονες από ατράκιο λίθο, που βρέθηκαν στην ανασκαφή.
Εντός του κελύφους του Σταθμού, όπως και στους Σταθμούς «Πλατείας Δημοκρατίας», «Σιντριβάνι», «Αγίας Σοφίας» και «Φλέμιγκ», πρόκειται να φιλοξενηθούν εκθεσιακές παρεμβάσεις που σκιαγραφούν το χαρακτήρα της κάθε μίας περιοχής της πόλης.
Στην Αγία Σοφία αφορούν κυρίως στην απόδοση της συνολικής στρωματογραφίας με την επαλληλία των φάσεων, προκειμένου να αποτυπωθεί όλη η ιστορική διαχρονία της πόλης, ενώ σε προθήκες θα εκτίθενται κινητά ευρήματα της ανασκαφής.
Η συνεργασία του Υπουργείου Πολιτισμού με την Ελληνικό Μετρό σε όλες τις φάσεις των εργασιών απέδειξε ότι μια σωστά σχεδιασμένη πολιτιστική πολιτική αποδίδει απτά αποτελέσματα σε πολλά επίπεδα. Το Μετρό της Θεσσαλονίκης αποδεικνύει ότι η παρουσία αρχαιοτήτων στο πλαίσιο ενός μεγάλου δημόσιου έργου, συνιστά σημαντικό πλεονέκτημα. Η αρχαιολογική έρευνα συνθέτει ιστορίες από τη διαχρονική ζωή της πόλης, που συνδυάζονται δημιουργικά με την αναπτυξιακή προοπτική των σύγχρονων πόλεων. Το ιστορικό όφελος από την αρχαιολογική έρευνα σε όλο το έργο, ιδιαίτερα, όμως, στους σταθμούς «Αγία Σοφία» και «Βενιζέλου» με την αποκάλυψη -εκτός των άλλων πολύ σημαντικών ρωμαϊκών και βυζαντινών καταλοίπων- οικιστικών μαρτυριών της Θεσσαλονίκης του Κασσάνδρου είναι τεράστιο.
Σε λίγους μήνες, αποδίδεται στην Θεσσαλονίκη, το Μητροπολιτικό Σιδηρόδρομο –ένα έργο που θα αλλάξει την καθημερινή ζωή της πόλης- με πέντε σταθμούς-μουσεία, έναν αρχαιολογικό χώρο στην Αγία Σοφία, αλλά και με το μεγαλύτερο διεθνώς αρχαιολογικό χώρο ενταγμένο σε ένα μείζον τεχνικό έργο -στο Σταθμό Βενιζέλου- στην καθημερινότητα της πόλης και των επιβατών του Μετρό».