Αρχική Ειδήσεις στα Ελληνικά Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ενόψει μοναδικών, στα χρονικά, αλλαγών 

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ενόψει μοναδικών, στα χρονικά, αλλαγών 

Σημαντικές προκλήσεις αναμένεται να αντιμετωπίσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην μετά- COVID-19 εποχή από μη τραπεζικά ιδρύματα σύμφωνα με την έκθεση της PwC Securing your tomorrow, today – The future of financial. Συγκεκριμένα η έκθεση προβλέπει την ενίσχυση του ρόλου των εναλλακτικών παρόχων κεφαλαίων στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα σε σχέση με την παραδοσιακή τράπεζα και τη βασική της λειτουργία παροχής χρηματοδότησης και κεφαλαίων.

Τα τελευταία 10 χρόνια, η συνολική δανειοδότηση από εναλλακτικούς παρόχους κεφαλαίων έχει ξεπεράσει τον ρυθμό ανάπτυξης των παραδοσιακών δανειστών, με τις μη τράπεζες να καταγράφουν σωρευτικό μέσο ρυθμό ετήσιας ανάπτυξης (CAGR) της δανειοδότησης ύψους 2,3%, σε σύγκριση με CAGR ύψους 0,6% των τραπεζών. Η τάση αυτή πιθανόν να επιταχυνθεί καθώς οι δείκτες βασικού κεφαλαίου – λόγω απομείωσης της αξίας του ενεργητικού ως αποτέλεσμα της πανδημίας του COVID-19 – θα περιορίζουν τη δανειοδοτική δυνατότητα των τραπεζών, ειδικά στην Ευρώπη. Μη παραδοσιακές πηγές χρηματοδότησης, όπως τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, τα κρατικά επενδυτικά ταμεία και οι ίδιες οι κυβερνήσεις, θα χρειαστεί να καλύψουν το κενό ώστε να χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη.

Το 2019, οι εναλλακτικοί πάροχοι κεφαλαίων – μεταξύ των οποίων τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και τα κρατικά επενδυτικά ταμεία – δάνεισαν 41 τρισ. δολάρια, σε σύγκριση με 38 τρισ. δολάρια που δάνεισαν οι παραδοσιακοί δανειστές. Συγκεκριμένα, η ανάλυση της PwC δείχνει ότι σημειώθηκε ουσιαστική αύξηση του ιδιωτικού χρέους, γεγονός που καθιστά τα μη τραπεζικά ιδρύματα ως βασική εναλλακτική. Από το 2010 το CAGR του ιδιωτικού χρέους έχει αυξηθεί κατά 11%.

Για τα παραδοσιακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η άνοδος των εναλλακτικών παρόχων φέρνει στην επιφάνεια ερωτήματα σχετικά με το ρόλο μιας τράπεζας ως πάροχος κεφαλαίου, αναφέρει ο John Garvey, Global Financial Services Leader της PwC.

«Η άνοδος των εναλλακτικών παρόχων κεφαλαίων και ο αντίκτυπος του COVID-19 σε παραδοσιακούς δανειστές έχει φέρει στο προσκήνιο την μελλοντική εξέλιξη των διαφόρων μοντέλων χρηματοδότησης. Για τα παραδοσιακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η αλλαγή αυτή έχει σημαντική επίδραση στο επιχειρηματικό τους μοντέλο και στην κερδοφορία τους. Οι τράπεζες θα χρειαστεί να σκεφτούν γρήγορα εναλλακτικούς τρόπους ώστε να συμμετέχουν στην αλυσίδα αξίας, καθώς ο κλάδος πραγματοποιεί τη μετάβαση προς ένα μοντέλο που βασίζεται σε πλατφόρμες».

Για τους ασφαλιστές και τους διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων και πλούτου, οι προκλήσεις φαντάζουν εξίσου δύσκολες.

Βάσει των ευρημάτων της έκθεσης, ο συνδυασμός των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων και η άνοδος των αποκλειστικά ψηφιακών παικτών, θα οδηγήσει όλο το εύρος των προϊοντικών χαρτοφυλακίων  σε στενότερα περιθώρια, εντείνοντας την ανάγκη ταχείας ψηφιοποίησης, βελτίωσης ωφελειών κόστους  και καταγραφής πραγματικού οφέλους στην παραγωγικότητα. Αυτά, θα πρέπει να ολοκληρωθούν καθώς οι κυβερνήσεις απαιτούν μεγαλύτερες δαπάνες και πληροφόρηση σχετικά με τις πρωτοβουλίες στους τομείς Περιβάλλοντος, Κοινωνίας και Εταιρικής Διακυβέρνησης (ESG). Όσοι δεν το πράξουν πιθανόν να βρεθούν από τη λάθος πλευρά του επερχόμενου κύματος συμφωνιών και αναδιάρθρωσης.

Ο Νίκος Καλογιάννης, Advisory Financial Services Leader, PwC Ελλάδας σχολιάζει: “Οι κρίση της πανδημίας επιτάχυνε το σχεδιασμό καινοτομιών και την υλοποίηση αλλαγών σε συντομότερο χρόνο σε σχέση με τον αναμενόμενο, υπό κανονικές συνθήκες. Ενδεικτικά, οι τεχνολογικές προσαρμογές με στόχο την εξ’ αποστάσεως λειτουργία και την ενδυνάμωση των εναλλακτικών καναλιών εξυπηρέτησης διαμορφώνουν κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά των μελλοντικών μοντέλων λειτουργίας, σε συνάφεια και με τις αλλαγές στις συνήθειες και ανάγκες της πελατείας.Παράλληλα, έμφαση πρέπει να δοθεί στην αυτοματοποίηση των λειτουργιών, στον έλεγχο της παραγωγικότητας, στη δημιουργία ευέλικτων δομών λειτουργίας και οργάνωσης, στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων του προσωπικού, στη διάρθρωση του κόστους, στον ανασχεδιασμό προϊόντων και στον επανακαθορισμό της στρατηγικής εσόδων και κεφαλαίων.”