Αρχική Ειδήσεις στα Ελληνικά Χάθηκαν για την ελληνική οικονομία, σε έναν μόλις χρόνο, 15.000 θέσεις εργασίας...

Χάθηκαν για την ελληνική οικονομία, σε έναν μόλις χρόνο, 15.000 θέσεις εργασίας και 350 εκατ. ευρώ φόροι

XEE_08_10_15_tSILI.jpg XEE_08_10_15.jpgΧάθηκαν για την ελληνική οικονομία, σε έναν μόλις χρόνο, 15.000 θέσεις εργασίας και 350 εκατ. ευρώ φόροι εξ αιτίας της λειτουργίας των  παράνομων τουριστικών καταλυμάτων.

Τι αναφέρει η μελέτη της Grant Thornton.

Την πρώτη μελέτη που τεκμηριώνει με στοιχεία το μέγεθος των απωλειών που υφίσταται η ελληνική οικονομία από την ονομαζόμενη sharing economy και ειδικότερα από τη λειτουργία των παράνομων τουριστικών καταλυμάτων, παρουσίασε σήμερα το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος. Στην εκδήλωση παρευρέθησαν, μεταξύ άλλων, ο υπουργός Οικονομίας Ανάπτυξης και Τουρισμού κ. Γιώργος Σταθάκης, η αν. υπουργός Τουρισμού κα Έλενα Κουντουρά και ο γενικός γραμματέας Τουρισμού κ. Γεράσιμος Ζαχαράτος.

Σύμφωνα με την έρευνα της Grant Thornton με τίτλο : «Λειτουργία και επίδραση της Οικονομίας Διαμοιρασμού στον ξενοδοχειακό κλάδο στην Ελλάδα», η λεγόμενη οικονομία διαμοιρασμού και η φιλοξενία τουριστών σε παράνομα τουριστικά καταλύματα προκαλεί την απώλεια τουλάχιστον 12 εκατ. διανυκτερεύσεων από νόμιμα λειτουργούσες επιχειρήσεις φιλοξενίας. Τούτο σημαίνει ότι τα ξενοδοχειακά καταλύματα καταγράφουν  554 εκατ. ευρώ περίπου λιγότερα έσοδα από τη διαμονή,  ενώ επιπλέον χάνονται 15.000 θέσεις εργασίας ετησίως!! Oπως επισημαίνει η Grant Thornton στην έρευνα της, το μέγεθος της οικονομίας διαμοιρασμού στον τουριστικό κλάδο της Ελλάδας εκτιμάται από 1,38 δισ. ευρώ έως 1,46 δισ. ευρώ.

Όμως την ίδια ώρα -κατά την μελέτη- η απουσία δυνατότητας φορολόγησης των εισοδημάτων των ιδιοκτητών που διαθέτουν τα ακίνητά τους σε πλατφόρμες οικονομίας διαμοιρασμού προκαλεί απώλεια στο ελληνικό δημόσιο της τάξεως των 260 εκατ. ευρώ έως 276 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση. Πρόκειται ουσιαστικά για το ύψος των εσόδων που θα είχε το κράτος αν φορολογούσε τα έσοδα των ιδιοκτητών των ακινήτων της οικονομίας διαμοιρασμού, όπως αντίστοιχα πράττει γενικά στα εισοδήματα από ενοίκια. Από την άλλη πλευρά η συνεισφορά της οικονομίας διαμοιρασμού στον ΦΠΑ των τουριστικών υπηρεσιών υπολογίζεται στα 27 εκατ. ευρώ έως 28 εκατ. ευρώ ετησίως, ως αποτέλεσμα της  συμπληρωματικότητας που εκτιμάται ότι δημιουργεί η οικονομία του διαμοιρασμού.  Αν τώρα εφαρμοστεί στα ακίνητα της οικονομίας διαμοιρασμού μια αντίστοιχη φορολόγηση με εκείνη που υπάρχει στα τυπικά ξενοδοχειακά καταλύματα, τα δημόσια έσοδα είναι δυνατό να ενισχυθούν περαιτέρω κατά 322 εκατ. ευρώ έως 353 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.

Σύμφωνα με τη μελέτη, η οικονομία διαμοιρασμού εκτιμάται πως ασκεί πρόσθετες επιδράσεις στη λειτουργία των θεσμικών φορέων, στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και στο κοινωνικό-περιβαλλοντικό σύνολο. Όπως τονίζεται η απουσία ενός κατάλληλου θεσμικού πλαισίου δεν οδηγεί τους ιδιοκτήτες των ακινήτων να ακολουθούν κάποια σχετική αδειοδοτική διαδικασία. Αντιπροσωπεύουν ένα μέρος της τουριστικής αγοράς για το οποίο δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για το μέγεθος και το είδος των τουριστικών υπηρεσιών που προσφέρουν. «Ως εκ τούτου θεσμικοί φορείς όπως το Υπουργείο Τουρισμού ή το ΞΕΕ δεν είναι σε θέση να εκπληρώνουν πλήρως το ρόλο τους, καθώς ένα μέρος της τουριστικής αγοράς βρίσκεται έξω  από το πεδίο αρμοδιοτήτων τους. Ζητήματα εγείρονται ακόμα σχετικά με την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρονται από τα καταλύματα της οικονομίας διαμοιρασμού, λόγω π.χ. έκθεσης σε συνθήκες διαμονής που δεν διασφαλίζουν την προσωπική ασφάλεια και τη δημόσια υγεία, ενώ παράλληλα δύναται να προκύψουν και θέματα δημόσιας ασφάλειας καθόσον δεν καταγράφονται τα στοιχεία των επισκεπτών. Η παροχή υποβαθμισμένων τουριστικών υπηρεσιών θα επιδράσει αρνητικά στη συνολική προβολή του τουριστικού προϊόντος της χώρας, βλάπτοντας το σύνολο των επαγγελματιών του κλάδου», επισημαίνει η μελέτη της Grant Thornton.

Στο πλαίσιο της ομιλίας του στο περιθώριο της παρουσίασης της μελέτης, ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδας κ. Γιώργος Τσακίρης έκανε λόγο για την σκόπιμη παραπλάνηση που προκαλεί ο όρος  Sharing Economy δεδομένου ότι  οι ίδιοι οι εκπρόσωποι των εταιριών που πραγματοποιούν τις ηλεκτρονικές κρατήσεις παράνομων τουριστικών καταλυμάτων, παραδέχονται ότι το 75% της εν λόγω δραστηριότητας τους είναι επαγγελματική και το 25% διαμοιρασμός. Το ΞΕΕ υπολογίζει  ότι  το αντίστοιχο ποσοστό στην χώρα μας κυμαίνεται στο 90% – 10%. « Sharing λοιπόν δεν είναι. Ούτε διαμοιράζεται κάτι, καθόσον όλες οι υπηρεσίες  πληρώνονται και με το παραπάνω λειτουργία  Η h ! Economy όμως είναι και μάλιστα μεγάλη, καθώς, όπως προκύπτει από την έρευνα που παρουσιάζουμε σήμερα, είχε στη χώρα μας τζίρο, το 2014, πάνω από 1,4 δις ευρώ. Μια παράνομη οικονομία, που ανθεί σε μία γκρίζα ζώνη, στερώντας σημαντικά έσοδα από το κράτος και δουλειές από τους σκληρά δοκιμαζόμενους από την κρίση Έλληνες», αναφέρει ο κ. Τσακίρης. Καταγράφοντας τις πρωτοβουλίες του ΞΕΕ για την ανάδειξη του εν λόγω θέματος ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου τόνισε : «Πριν 3 χρόνια, λόγω των ανεξέλεγκτων διαστάσεων που ελάμβανε η σχετική δραστηριότητα, εκπονήσαμε ένα συνεκτικό σχέδιο ολοκληρωμένης αντιμετώπισης, σύμφωνα με το οποίο :

Πρώτον και αυτό δεν είναι υπερβολή, αναδείξαμε το πρόβλημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το 2012 στη Γενική Συνέλευση της HOTREC στην Αθήνα, εντάξαμε το θέμα στην ατζέντα των  προβλημάτων προς αντιμετώπιση. Ταυτόχρονα, στο εγχώριο επίπεδο, δημιουργήσαμε το Παρατηρητήριο Παραπλανητικής Διαδικτυακής  Διαφήμισης (ΠΠΔΔ) για την παρακολούθηση της αγοράς και προώθηση στις εποπτικές αρχές  των καταγγελιών.

Δεύτερον, το 2014 αναθέσαμε και παρουσιάσαμε μελέτη για την καταγραφή του φαινομένου, τις τάσεις που διαμορφώνονται και τις διεθνείς πρακτικές αντιμετώπισής του. Ήταν η πρώτη μελέτη του είδους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Τρίτον, προχωρήσαμε σε έναν κύκλο ενημέρωσης όλων των αρμοδίων κυβερνητικών και κρατικών φορέων για την διάσταση και  το εύρος του προβλήματος.

Τέταρτο βήμα, αναθέσαμε σε μία διεθνώς αναγνωρισμένη εταιρεία, στην Grant Thornton, τη μελέτη επιπτώσεων που την παρουσιάζουμε σήμερα. Μια μελέτη επιστημονικά άρτια που υπολογίζει τις επιπτώσεις του φαινομένου στην οικονομία, στην ποιότητα των προσφερομένων υπηρεσιών και άρα στην έξωθεν καλή μαρτυρία του ελληνικού τουρισμού». Τέλος σκιαγραφώντας το μέγεθος του προβλήματος και αναδεικνύοντας το ρόλο της μελέτης υπογραμμίζει: «Η μελέτη αυτή τεκμηριώνει με στοιχεία το μέγεθος των απωλειών  που υφίσταται η ελληνική οικονομία από την ονομαζόμενη sharing economy. Και καταρρίπτει, πέραν πάσας αμφισβήτησης, δύο μύθους για τα παράνομα ενοικιαζόμενα καταλύματα:

Α. Πρώτος μύθος, ότι δήθεν  δεν υποκαθιστούν τα νόμιμα καταλύματα, αλλά τα συμπληρώνουν. Η αλήθεια είναι ότι τα υποκαθιστούν τουλάχιστον  σε ποσοστό 70%.

Β. Δεύτερος μύθος, ότι συνεισφέρουν στην απασχόληση. Αντιθέτως στερούν 15.000 ζωτικές θέσεις εργασίας το χρόνο και συμβάλλουν στην αδήλωτη εργασία και στην εισφοροδιαφυγή, σε μια στιγμή που αναζητούμε ως χώρα, επιτακτικά, ισοδύναμα για να μην συμπιέσουμε και άλλο ευπαθείς κοινωνικές ομάδες».