Αρχική Ειδήσεις στα Ελληνικά Το υπόμνημα του ΣΕΑ προς το ΣτΕ για τα αρχαία του Μετρό...

Το υπόμνημα του ΣΕΑ προς το ΣτΕ για τα αρχαία του Μετρό στη Θεσσαλονίκη

imageΟι αρχαιολόγοι κατέθεσαν υπόμνημα προς το Συμβούλιο της Επικρατείας υπέρ της προσφυγής του Δήμου Θεσσαλονίκης

Υπόμνημα προς το Συμβούλιο της Επικρατείας υπέρ της προσφυγής του Δήμου Θεσσαλονίκης κατέθεσε ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων για το θέμα των αρχαιοτήτων που βρέθηκαν στο σταθμό Βενιζέλου στο Μετρό. Οι αρχαιολόγοι επιδιώκουν να αποτραπεί η σχεδιαζόμενη αποξήλωση των μνημείων στο βυζαντινό σταυροδρόμι της Θεσσαλονίκης.

Eν όψει της συζήτησης του θέματος, Αρχαιολόγοι, πανεπιστημιακοί και πολίτες συγκεντρώθηκαν μετά από κάλεσμα της τοπικής επιτροπής του Συλλόγου Ελλήνων αρχαιολόγων στη διασταύρωση των οδών Εγνατία και Βενιζέλου και σχημάτισαν αλυσίδα διεκδικώντας από την ελληνική πολιτεία να αναπέμψει το θέμα στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο.

Στο υπόμηνμα που κατέθεσαν οι αρχαιολόγοι μετά άλλων τονίζεται ότι:

Ως έχων έννομο συμφέρον με βάση τους καταστατικούς του σκοπούς, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων παρεμβαίνει στο μείζον ζήτημα της προστασίας και διάσωσης του βυζαντινού αρχαιολογικού και αρχιτεκτονικού συνόλου ιδιαίτερης αξίας (βυζαντινός δρόμος, σταυροδρόμι και παρόδια κτίρια που αποτελούν μοναδική μαρτυρία για την ιστορία της κοσμικής Θεσσαλονίκης από τον 4ο έως τον 9ο αιώνα μ.Χ.) που απειλείται με μετακίνηση και μη αναστρέψιμες βλάβες από την εφαρμογή της προσβαλλόμενης Υπουργικής Απόφασης του αναπληρωτή Υπουργού ΠΑΙΘΠΑ, κατά παράβαση του άρθρου 24 του Συντάγματος, των διατάξεων του Ν. 3028/2002 και των Διεθνών Συμβάσεων Προστασίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Η αρχαιολογική αξία του ευρήματος ως συνόλου μη δυνάμενου να μετακινηθεί: Οι ανασκαφές για την κατασκευή του Σταθμού του Μετρό στη συμβολή των σημερινών οδών Εγνατία και Βενιζέλου αποκάλυψαν τη συμβολή των δύο πιο σημαντικών οδικών και εμπορικών αξόνων της πόλης, με κτίρια που χρονολογούνται από τον 4ο έως και τον 9ο αι. μ.Χ. Στο σταυροδρόμι αυτό διατηρείται τμήμα της αρχαίας λεωφόρου, όπως ονόμαζαν οι Βυζαντινοί το δρόμο αυτό, στρωμένο με πλάκες μαρμάρου, όπως και τα πλακοστρωμένα πεζοδρόμιά της, που καλύπτονταν από στοές στηριγμένες σε μαρμάρινες κολώνες. Το σημαντικό εμπορικό σταυροδρόμι της πόλης οριζόταν από ένα μνημειακό τετράπυλο, το οποίο αποκαλύφθηκε στην ανασκαφή. Όλα αυτά τα μνημεία είναι φτιαγμένα στα χρόνια που η πόλη αποτέλεσε την αυτοκρατορική πρωτεύουσα του τετράρχη Γαλέριου και στην οποία διέμεινε ο Μέγας Κωνσταντίνος μέχρι να καταλήξει στη μεταφορά της πρωτεύουσας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη. Όπως έδειξε ή ανασκαφή, στα χρόνια του Ιουστινιανού και λίγο αργότερα, ο κεντρικός αυτός δρόμος συντηρήθηκε και πλακοστρώθηκε ξανά, μια πλατεία δημιουργήθηκε και μεγάλα δημόσια κτήρια κτίστηκαν. Στο σημείο εκείνο άνθιζε το εμπόριο και η βιοτεχνική παραγωγή για 16 αιώνες, σε ολόκληρη της βυζαντινή και οθωμανική περίοδο, ενώ δεξιά και αριστερά της λεωφόρου, εντοπίστηκαν σειρές από καταστήματα και βιοτεχνίες αποδεικνύοντας τη ζωντάνια και τη δυναμικότητα της Θεσσαλονίκης και επιβεβαιώνοντας όσα μέχρι σήμερα ήσαν γνωστά μόνο από ιστορικά κείμενα. (βλ. Δελτίο Τύπου ΣΕΑ με αρ.πρωτ. 21/25-1-2013).

Μετά την οθωμανική κατάκτηση στα 1430, οι Τούρκοι κράτησαν αυτό το σημείο σαν κέντρο της πόλης. Εδώ ίδρυσαν το πρώτο τους τζαμί, το Χαμζά Μπέη (Αλκαζάρ, 1467-68, μνημείο που σώζεται και επισκευάζεται για να καταστεί επισκέψιμο), και το Μπεντεστέν (1455-1459, σκεπαστή αγορά με πολύτιμα υφάσματα και μεταξωτά, όπως εξακολουθεί να είναι και σήμερα στην ίδια θέση).

Τα επιστημονικά δεδομένα που καθιστούν το εύρημα μοναδικό ως σύνολο είναι:

α. Η έλλειψη υλικών μαρτυριών για την κοσμική Θεσσαλονίκη της βυζαντινής εποχής, τη δεύτερη σημαντικότερη πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι αρχαιότητες της Θεσσαλονίκης έχουν ήδη πληρώσει υπέρογκο τίμημα μέχρι σήμερα: όλη σχεδόν η εντός των τειχών (intra muros) πόλη ανοικοδομήθηκε μεταπολεμικά, χωρίς να πραγματοποιηθεί ανασκαφική έρευνα στα οικόπεδα των ιδιωτών (με ελάχιστες εξαιρέσεις). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αφανιστούν τα κατάλοιπα αλλά και η ιστορική γνώση για τη σημαντικότερη, μετά την Κωνσταντινούπολη, πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Η σημασία της παλαιοχριστιανικής και βυζαντινής Θεσσαλονίκης καταδεικνύεται από το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα σωζόμενα μνημεία αυτής της ιστορικής περιόδου της Θεσσαλονίκης έχουν ενταχθεί ως σύνολο στον διαρκή κατάλογο μνημείων της UNESCO (βλ. ηλεκτρονική σελίδα UNESCO http://whc.unesco.org/en/list/456/).
Η αδιαμφισβήτητη επιστημονική αξία του συγκεκριμένου ευρήματος υπογραμμίζεται από την ανταπόκριση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας στην έκκληση για τη διάσωση του μέσω ηλεκτρονικής συλλογής υπογραφών (βλ. Δελτίο Τύπου ΣΕΑ με αρ.πρωτ. 104/25-3-2013, όπου και οι υπογραφές).

β. Το εύρημα αποτελεί ένα μοναδικό αστικό τοπίο που, σε συνδυασμό με τα ιστάμενα μνημεία που το πλαισιώνουν, εικονογραφούν τη διαχρονία της πόλης. Τα ευρήματα του σταθμού αποτελούν ένα πολεοδομικό σύνολο των βυζαντινών χρόνων, ενώ ταυτόχρονα η σχέση τους με τα ορατά και ιστάμενα μνημεία Μπεζεστένι και Αλκαζάρ, αλλά και με τις σύγχρονες οδούς της πόλης (Εγνατία και Βενιζέλου), διαμορφώνουν μια μοναδική «εικονογράφηση» της διαχρονικής πολεοδομικής εξέλιξης της Θεσσαλονίκης, μια μοναδική περίπτωση όπου διαδοχικές ιστορικές φάσεις της πόλης, το παρελθόν και το παρόν της, μπορούν να ιδωθούν ως ένα σύνολο.

γ. Η πολύ καλή κατάσταση διατήρησής των καταστρωμάτων των δρόμων, του αγωγού, του τετράπυλου, των κτισμάτων που περιβάλλουν τον δρόμο, όπως η πλακόστρωτη πλατεία, προσδίδουν στον αρχαιολογικό χώρο, εκτός από την επιστημονική αξία, ιδιαίτερη διδακτική αξία. Ο επισκέπτης αποκτά μια βιωματική σχέση με το βυζαντινό παρελθόν, καθώς δύναται να περπατήσει πάνω στον βυζαντινό δρόμο, περιεργαζόμενος τα κτίρια που τον περιέβαλλαν.

δ. Λόγω της φύσης του, το αρχαιολογικό σύνολο κατατάσσεται στα «αμετακίνητα» με βάση τους ορισμούς των διεθνών συμβάσεων (λ.χ. Χάρτα της Βενετίας). Ένας αρχαίος δρόμος δεν μπορεί να καταστεί «έκθεμα»: αν μετακινηθεί σε άλλη θέση, χάνει την ιστορία του και τη θέση του ως δρόμου της πόλης, ως τοπόσημο. Η πλακόστρωτη λεωφόρος και η διασταύρωσή της με την αρχαιότερη χάραξη της σημερινής οδού Βενιζέλου, που κατέληγε στο λιμάνι, καθώς και τα κατάλοιπα των όμορων στους αρχαίους αυτούς δρόμους οικοδομημάτων αποτελούν ένα σύνολο που, με βάση τις διεθνείς συμβάσεις προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, είναι «αμετακίνητο» και γι’ αυτό το λόγο είναι αναγκαίο να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια για να αναδειχθεί κατά χώραν.

Αντιθέτως, αν βρεθεί τεχνική λύση για να αναδειχθεί κατά χώραν ως επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος εντός του σταθμού του ΜΕΤΡΟ, θα αποτελέσει μοναδικό παράδειγμα διατήρησης της διαχρονίας της πόλης και πόλο έλξης επισκεπτών στη Θεσσαλονίκη. Η αναζήτηση μιας αρχιτεκτονικής και τεχνικής λύσης για έναν υπόγειο σταθμό που, μαζί με την καθημερινή μετακίνηση των επιβατών, θα εξασφάλιζε και την περιήγησή τους στην ιστορία της πόλης, θα μπορούσε να αποτελέσει πρωτότυπο -σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο- εγχείρημα συνύπαρξης της πολιτιστικής κληρονομιάς και της σύγχρονης ζωής, αλλά και να καταστήσει την προσπάθεια αυτή σημείο κατατεθέν για τη συμπρωτεύουσα.