*Οι μεγάλοι δάσκαλοί μου στην πολιτική είναι ο Φωκίων Δημητριάδης και ο Κώστας Μητρόπουλος
*Πολιτικά, με κινητοποίησε το χρέος προς τη χώρα
*Ακροκεντρώος; Είναι ένας υβριστικός όρος της Αριστεράς
*Οι κλασικοί δεν έγραψαν ώστε ένας σκηνοθέτης να έρχεται να αλλάζει το κείμενό τους και να δημιουργεί έργα για να μας λέει την αποψάρα του
*Τα μυθιστορήματα πρέπει να διαβάζονται
*Χρειάζεται κρατικός έλεγχος, να μην είναι η αγορά των μονοπωλίων και των ολιγαρχών
*Είμαι φιλελεύθερος, δεν είμαι νεοφιλελεύθερος
* Η δημόσια παιδεία είναι ένα αίσχος, σε όλα τα επίπεδα, με ευθύνη μεγάλη και του κράτους
Με μεγάλη επιτυχία έγινε, στις 16 Οκτωβρίου, στην αίθουσα Ω2 του Ωδείου Αθηνών, η πρώτη συζήτηση του κύκλου «Κι αυτοί είναι οι Ελλάδα», με προσκεκλημένο τον συγγραφέα Απόστολο Δοξιάδη, ο οποίος παραχώρησε συνέντευξη στον Ηλία Κανέλλη.
Η συζήτηση άρχισε με μια σύντομη βιογραφία του Απόστολου Δοξιάδη. Γεννήθηκε στο Μπρισμπέιν της Αυστραλίας, μεγάλωσε στην Αθήνα, έζησε μοναχικά παιδικά χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων καλλιέργησε τη φαντασία του, μυήθηκε στην πολιτική τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, όταν συνειδητοποίησε τη σημασία του Τύπου στη δημιουργία δημοκρατικού φρονήματος και, στην περίπτωσή του, των γελοιογραφιών: «οι μεγάλοι δάσκαλοί μου στην πολιτική ήταν ο Φωκίων Δημητριάδης και ο Κώστας Μητρόπουλος», είπε χαρακτηριστικά. Δεν τελείωσε το σχολείο, επειδή στα 15 έφυγε στην Αμερική, ως εξαιρετικό ταλέντο στα μαθηματικά, για σπουδές στο Πανεπιστήμιο Columbia. Τα χρόνια στην Αμερική ήταν και χρόνια βαθιάς πολιτικοποίησης, που τη γιγάντωνε η ανάγκη να πέσει η χούντα. Όταν τελείωσε τις σπουδές του, πήγε στη Γαλλία για μεταπτυχιακά, όπου επανασυνδέθηκε με την ελληνική κοινότητα – και δραστηριοποιήθηκε πρακτικά σε ενέργειες κατά της δικτατορίας.
Η εμπλοκή του Δοξιάδη με την πολιτική ήταν ένα από τα θέματα της συζήτησης. Μετά τη δικτατορία, είπε, αποκόπηκε, θεωρώντας ότι δεν είχε λόγο να ασχολείται. Επανενεργοποιήθηκε τα χρόνια της πρόσφατης πολιτικής και οικονομικής κρίσης, όταν διέβλεψε τις πιθανότητες μιας μεγάλης καταστροφής. «Με κινητοποίησε το χρέος προς τη χώρα», είπε, το ίδιο χρέος που τον είχε κινητοποιήσει, αυτόν, τον εξάδελφό του Αρίστο και πολλούς ακόμα ομοϊδεάτες του τα χρόνια της χούντας. Επέστρεψε, αρχικά αρθρογραφώντας και, αργότερα, δραστηριοποιούμενος πολύπλευρα.
Μήπως στόχος του ήταν να μπει στην πολιτική; «Ακόμα και όταν ανέπτυξα δραστηριότητα για τους οκτώ Τούρκους, βγαίνανε οι φιλελεύθεροι και οι κεντρώοι, κάποιοι κεντρώοι –οι αριστεροί κάνανε μόκο, γιατί τα είχε κάνει μια αριστερή κυβέρνηση, οι δεξιοί λέγανε τι τους θέλουμε τους παλιότουρκους–, και λέγανε: όλα αυτά τα κάνει ο Δοξιάδης για να μπει στην πολιτική. Ρε παιδιά, αν ήθελα να μπω στην πολιτική τώρα περίμενα να το κάνω;»
Ερωτηθείς για τον όρο «Ακραίο Κέντρο», με τον οποίο χαρακτηρίστηκε η δράση όσων συμμετείχαν στην κίνηση «Μένουμε Ευρώπη» και, κατόπιν, όσων αντιστρατεύθηκαν τις πολιτικές των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ο Απόστολος Δοξιάδης σημείωσε: «Επειδή δεν είχα ακούσει τον όρο “ακροκεντρώος” τον γκουγκλάρισα. Και διάβασα από διάφορους ότι είναι ο ακροδεξιός που δεν το κρύβει, μάλιστα δίνουν και παραδείγματα μαζι με διάφορους ορισμούς. Αλλά μετά έβαλα “ακροκεντρώος ο Απόστολος Δοξιάδης”, για να δω τι έγραφε. Έλεγε λοιπόν ότι είμαι “φασίστας με φερετζέ”. Πιστεύω στην ελευθερία του λόγου, καλά να είναι ο άνθρωπος που το έγραψε – δεν ξέρω ποιος είναι. Νομίζω ότι είναι μία βρισιά, χρησιμοποιείται σαν τον όρο νεοφιλελεύθερος. Είναι ένας υβριστικός όρος της Αριστεράς».
Στην ερώτηση για την τέχνη και ειδικά για το σύγχρονο θέατρο, ο Απόστολος Δοξιάδης σημείωσε: «Έχω αγαπήσει και τη μοντέρνα τέχνη και τη μοντέρνα ποίηση. Αλλά θυμίζω ότι ο Τ. Σ. Έλιοτ όταν δήλωνε την ταυτότητά του, έλεγε ότι στον πολιτισμό είναι συντηρητικός. Πολιτισμικά είμαι συντηρητικός, δήλωνε αυτός που έγραψε την Έρημη χώρα και έφερε την επανάσταση στη μοντέρνα ποίηση. […] Θεωρώ ότι το έχουμε παρακάνει, και το έχουμε παρακάνει γενικά. Δεν θεωρώ ότι ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής, ο Σαίξπηρ, ο Ίψεν, ο Τσέχωφ, για να αναφέρω κάποια ονόματα, έγραψαν ώστε ένας μοντέρνος σκηνοθέτης να έρχεται να αλλάζει το κείμενό τους και να δημιουργεί έργα για να μας λέει την αποψάρα του. […] Θεωρώ ότι η Σχολή του Κουν και του Εθνικού Θεάτρου που αναβίωσε το αρχαίο δράμα ουσιαστικά στην Ελλάδα και το έκανε λαϊκό στην Επίδαυρο, τη δεκαετία του 1950 και του 1960, δεν υπάρχει πια, ότι είναι ένα πολιτισμικό έγκλημα. Μπορεί έτσι να προηγείται ο ναρκισσισμός των σκηνοθετών που θεωρούν τον εαυτό τους κύριο του έργου. Όμως ευθύνεται πάρα πολύ και η πολιτεία και το Υπουργείο Πολιτισμού. Και αν μια συντηρητική κυβέρνηση θεωρεί ότι αυτός είναι ο τρόπος να ανεβαίνουν τα έργα στην Επίδαυρο, τι να πω. Ήταν μια μέρα μια αφίσα και έλεγε Κουλιάμπιν. Και λέω τι είναι αυτό το Κουλιάμπιν; Πάω κοντά. Και είδα ότι ήταν στο Φεστιβάλ Αθηνών, στην Επίδαυρο. Τι είναι το Κουλιάμπιν; Είναι κανένα καινούργιο έργο, σκέφτηκα; Έγραφε όμως Κουλιάμπιν με τόοοοοσο μεγάλα γράμματα. Κι από κάτω, με μικρότερα γράμματα έγραφε: Ιφιγένεια εν Αυλίδι. Και με ακόμα πιο μικρά, από κάτω, αναφερόταν ο καημένος ο Ευριπιδάκος. Και αυτό είναι το επίσημο φεστιβάλ, την εποχή μιας συντηρητικής κυβέρνησης.
Για το νέο βιβλίο του, το νέο μυθιστόρημα που έχει ολοκληρωθεί και θα εκδοθεί σε λίγο: «Ύστερα από πολλά χρόνια έγραψα ένα αμιγές μυθιστόρημα. Δυόμισι χρόνια μου πήρε με πολλή δουλειά. Ένα μυθιστόρημα, που λέει μία ιστορία, γιατί πιστεύω ότι πρέπει να λέει μια ιστορία, ένα μυθιστόρημα που θα διαβάζεται γιατί πιστεύω ότι τα μυθιστορήματα πρέπει να διαβάζονται. Και προσπαθεί μέσα από το μύθο του να αναδείξει τις ρίζες αυτού που περιγράφω ως βαθιά σχιζοφρένεια, αυτό δηλαδή που ο Νίκος Πορτοκάλογλου το λέει σε ένα στίχο: “Το μέτρο και το πάθος είναι η δικιά μου Ελλάδα”».
Για την πρωτοβουλία του, το κράτος να περιθάλψει τα ασυνόδευτα ανήλικα που εισήλθαν στη χώρα με τις προσφυγικές ροές: «Όταν ήρθε η Νέα Δημοκρατία, έμαθα ότι υπήρχαν 3.000 παιδιά, αν δεν κάνω λάθος, στη Μόρια. Ήταν κάτι το οποίο θεώρησα εγκληματικό. Και επειδή τον ξέρω τον Μητσοτάκη (διαψεύδω επισήμως ότι είμαι μυστικοσύμβουλός του, όπως έχουν ισχυριστεί τα Παραπολιτικά και το Μακελειό – δεν είμαι), απλώς τον ξέρω, πήγα και του είπα: άκουσε να δεις, υπάρχει ένα σοβαρό θέμα, μπορεί να γίνει κάτι γι’ αυτό; Με ρώτησε: τι να γίνει; Λέω, να σου γράψω ένα πρόγραμμα; Λέει ναι. Το έγραψα, λοιπόν, και λέω: θα γίνει μόνο εφόσον το διευθύνει ο κατάλληλος άνθρωπος. Μου λέει: τον έχουμε αυτόν; Τον έχουμε. Πού είναι; Λέω, στην Κύπρο, στο πανεπιστήμιο, είναι μια φίλη μου, Ειρήνη, η Ειρήνη Αγαπηδάκη».
Τέλος, στην ερώτηση «πώς ορίζεις τον εαυτό σου πολιτικά;», απάντησε τα εξής: «Οι αριστεροί με λένε δεξιό και οι δεξιοί αριστερό. Προσωπικά, ορίζω τον εαυτό μου ως φιλελεύθερο, κατά το γεγονός ότι είμαι με πάθος κατά του αυταρχισμού και των αυταρχικών καθεστώτων. Πιστεύω απόλυτα στην ελευθερία του λόγου, ακόμα και όταν δίνει το δικαίωμα στον κύριο Χίο να με λέει δολοφόνο και έμπορο λευκή σαρκός. Κατ’ αυτό είμαι απόλυτα φιλελεύθερος. Γίνομαι έξαλλος με κάθε απόπειρα κατάλυσης της δημοκρατίας, που βλέπουμε πολλές τέτοιες απόπειρες και στην Ευρώπη και στην Αμερική. Πολιτικά, είμαι όπως είπα φιλελεύθερος, φίλος της ελευθερίας. Οικονομικά, χωρίς να ξέρω πολλά, δεν είμαι νεοφιλελεύθερος. Πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχει κάποιος κρατικός έλεγχος και να μην είναι η αγορά των μονοπωλίων και των ολιγαρχών, να μην υπάρχει δηλαδή η αγριότητα της τελείως ελεύθερης αγοράς. Σε ό,τι αφορά το κοινωνικό κράτος, θεωρώ τον εαυτό μου, αν και δεν πιστεύω σε ετικέτες, κεντροαριστερό. Πιστεύω πολύ έντονα στο κοινωνικό κράτος και θα έπρεπε να έχουμε πολύ πιο έντονη μέριμνα του κράτους για την υγεία και για την παιδεία, η οποία είναι ένα αίσχος – ειδικά η δημόσια παιδεία, σε όλα τα επίπεδα, με ευθύνη μεγάλη και του κράτους.











