του Δρ.Κων/νου Μαρινάκου*
Ο μαζικός τουρισμός δέχεται πολλές επικρίσεις τα τελευταία χρόνια, αλλά τα στοιχεία για την αύξηση του ΑΕΠ καταδεικνύουν ότι ο τομέας του τουρισμού, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου τροφοδοτείται από τον μαζικό τουρισμό, παραμένει θεμελιώδης οικονομική μηχανή για τη χώρα.
Ωστόσο ένα φάντασμα στοιχειώνει ολοένα και περισσότερο τη χώρα μας αυτό του ‘’υπερτουρισμού’’ (overtourism). Και ίσως -σε κάποιες περιπτώσεις -η εμφανής αδυναμία διαχείρισης των τουριστικών ροών να παραπέμπει σε εικόνες ‘’υπερτουρισμού’’ και θα το δούμε, αλλά η εμμονή, η επέκταση και η ασάφεια με την οποία προκαλείται αυτό το φάντασμα, το κάνει να φαίνεται ότι είναι μια κοινωνική πανούκλα, μια γεννήτρια από φόβους, κάτι από το οποίο πρέπει να απαλλαγούμε, όποιο κι αν είναι το κόστος.
Η σπίθα του ‘’υπερτουρισμού’’ πυροδότησε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κυρίως ως ένα φαινόμενο που παρατηρείται κατά κύριο λόγο στους δημοφιλείς προορισμούς της χώρας. Το κρίσιμο σημείο είναι ότι ο όρος ‘’υπερτουρισμός’ έχει εξαπλωθεί πλέον και έχει επεκταθεί αυτόματα σε κάθε τύπο προορισμού, ανεξαρτήτως του πραγματικού αριθμού τουριστών που μπορεί να υποδεχτεί ένας μεμονωμένος προορισμός. Ένας αριθμός που είναι πάντα δύσκολο να καθοριστεί.
Σε αυτήν την απεριόριστη παρέκκλιση του όρου ‘’υπερτουρισμός’’, η ίδια η σημασιολογία του έχει αλλάξει, τόσο που δεν είναι πλέον δυνατό να κατανοήσουμε αν η αποστροφή πηγαίνει προς την υπέρβαση του τουριστικού φαινομένου ή προς τον ίδιο τον τουρισμό, που θεωρείται από μόνος του, σχεδόν ότι αντιμετωπίζεται ως μια επιβλαβής ουσία, της οποίας μια ελάχιστη ποσότητα πρέπει να «αντέχεται», ή ακόμα χειρότερα, η οποία περιορίζεται στην ελάχιστη δυνατή ποσότητα.
Αν μπορούσαμε να φιλτράρουμε μεσα από την έννοια του ‘’υπερτουρισμού’’ το μεταμήνυμα ότι το να είσαι τουριστικός προορισμός είναι αρνητικό γεγονός, ενώ μέχρι τώρα ήταν ένας αγώνας δρόμου από κάθε τοποθεσία να αυτοπροσδιοριστεί ως τουριστικός προορισμός, οι συνέπειες θα ήταν πολύ αρνητικές στον τομέα της φιλοξενίας, τόσο για την εθνική οικονομία όσο και κυρίως για τις τοπικές οικονομίες. Ας θυμηθούμε ότι όλοι σχεδόν οι διευρυμένοι Δήμοι της Χώρας θεωρούνται πλέον τουριστικοί και ότι για πολλούς εξ’ αυτών, ο τουρισμός είναι ζωτικής σημασίας. Πράγματι, ορισμένα ορεινά θέρετρα δεν θα υπήρχαν καν (θα εγκαταλείπονταν, όπως συμβαίνει με αυτά που δεν έχουν τουρισμό) αν ακυρωνόταν ή μειωνόταν σημαντικά η οικονομία της φιλοξενίας.
Το υποκείμενο σενάριο είναι μια αυξανόμενη, σχεδόν εκρηκτική, παγκόσμια ζήτηση για τουρισμό. Άρα το πρόβλημα είναι η επιλογή. Ποιος επιλέγει και πώς; Συνήθως το βασικό κριτήριο είναι η τιμή. Δεν είναι σωστό, αλλά αυτό συμβαίνει αναπόφευκτα. Δεύτερο πιο συγκεκριμένο σημείο: καταλαβαίνουμε πότε πρέπει να μιλήσουμε για ‘’υπερτουρισμό’’; Έχουμε αντικειμενικούς δείκτες; Οι δείκτες προκύπτουν με όρους φέρουσας ικανότητας, σε σχέση με τον πληθυσμό, ή/και με τον αριθμό των δωματίων των ξενοδοχείων; Αν δεν έχουμε οφείλουμε να δημιουργήσουμε αυτούς τους δείκτες. Αλλά στην πραγματικότητα, ακόμη και ο πιο ουδέτερος ή αντικειμενικός δείκτης λύνει μόνο εν μέρει το πρόβλημα, γιατί το νόημα του over δεν έγκειται σε έναν αριθμό, αλλά στην ικανότητα διαχείρισης των τουριστικών ροών: υπάρχουν πόλεις που δεν προβληματίζονται να φιλοξενήσουν ένα εκατομμύριο άνθρώπους σε ένα μήνα και άλλοι προορισμοί που αδυνατούν να διαχειριστούν μερικές δεκάδες ανθρώπους παραπάνω. Στην πρώτη περίπτωση ο αριθμός είναι υψηλός, αλλά κανείς δεν το αντιλαμβάνεται ως πρόβλημα, στη δεύτερη περίπτωση όλοι θα το ορίσουν ως ‘’υπερτουρισμό’’.
Στην πραγματικότητα, αυτό που πρέπει να συζητηθεί είναι η ικανότητα των μεμονωμένων προορισμών να διαχειρίζονται τις ροές που φιλοδοξούν να έχουν.
Για να γίνει αυτό, χρειάζεται μελέτη (για παράδειγμα, προσπάθεια κατανόησης του πραγματικού αριθμού επισκεπτών) και αποφάσεις σχετικά με την οργάνωση της πόλης. Ένα σημείο σε αυτήν την πτυχή είναι σαφές: οι επισκέπτες δεν μπορούν να μείνουν χωρίς κατάλυμα. Ενδεικτικά, σε σχετική μελέτη της Grant Thornton, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, επισημαίνεται ότι πλέον, ο αριθμός των κλινών που διατίθενται στο κέντρο της Αθήνας, μέσω καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, αγγίζει τις 63,2 χιλιάδες, έναντι 34,95 χιλιάδων κλινών μέσω ξενοδοχείων, ενώ στο σύνολο της Αττικής προσφέρονται 1,68 φορές περισσότερες κλίνες (114.000 κλίνες έναντι 67,8 χιλιάδων των ξενοδοχείων). Σε πανελλαδικό επίπεδο, από το 2019 έως το 2023 οι κλίνες της οικονομίας διαμοιρασμού αυξήθηκαν κατά 100%, φτάνοντας τις 857,7 χιλιάδες ενώ κατά την ίδια περίοδο οι ξενοδοχειακές κλίνες ανέρχονται σε 886,1 χιλιάδες, έχοντας αυξηθεί μόλις κατά 3,5%. Είναι σαφές ότι η ανάπτυξη οφείλεται στην έκρηξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων σε ψηφιακές πλατφόρμες.
Επομένως, αν υπάρχει ‘’υπερτουρισμός’’, τότε πρέπει απαραίτητα να συνδέεται με αυτή τη μορφή διανυκτέρευσης και επομένως οφείλουμε να εξετάσουμε κατά πόσο πρέπει να μιλάμε για ‘’υπερτουρισμό’’ ή για ‘’υπερενοικιάσεις’’.
Πώς καταπολεμάται λοιπόν ο ‘’υπερτουρισμός’ στις περιπτώσεις που όντως υπάρχει, και στις χρονικές περιόδους που εκδηλώνεται; Με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει και η πολυπόθητη εξισορρόπηση και στην πλευρά της βραχυχρόνιας μίσθωσης θα μπορούσε να επιτευχθεί μια ισορροπία με βάση κάποιες παραμέτρους (πληθυσμό ή/και δωμάτια ξενοδοχείων)
Υποθέτοντας ότι όλα αυτά γίνονται και ότι απομακρυνόμαστε από την έννοια του ‘’υπερτουρισμού’’, έχουμε να αντιμετωπίσουμε και ένα μεγάλο ακόμα πρόβλημα: την σημαντική ‘’πόλωση’’ που χαρακτηρίζει πολύ έντονα τη χώρα μας σε αρκετούς προορισμούς και σημεία τουριστικού ενδιαφέροντος. Για παράδειγμα ενδεικτικά μιλώντας, καταγράφονται διάσπαρτα σ’ ολόκληρη σχεδόν την ελληνική επικράτεια πάνω από 100 επιβλητικοί αρχαιολογικοί χώροι, πολλοί από τους οποίους κοσμούν τον κατάλογο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO και 203 αρχαιολογικά μουσεία σύμφωνα με την ιστοσελίδα της Διεύθυνσης Αρχαιολογικών Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων. Από τα 4 εκατομμύρια των τουριστών που επισκέφθηκαν αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία της Χώρας μας κατά το πρώτο οκτάμηνο του 2023, τα 2,7 εκατομμύρια αφορούσαν τον αρχαιολογικό χώρο και το μουσείο της Ακρόπολης, 665.000 την Κνωσσό και 375.000 τον αρχαιολογικό χώρο της Επιδαύρου. Δηλαδή πλέον του 90% των επισκεπτών σε τρία μουσεία -αρχαιολογικούς χώρους superstar και ελάχιστοι επισκέπτες σε ένα τεράστιο πλέγμα αρχαιολογικών χώρων και μουσείων που κατανέμονται σε όλες σχεδόν της γεωγραφικές ενότητες της χώρας μας .
Πώς μπορούμε να επιτύχουμε μια μεγαλύτερη ισορροπία τόσο μεταξύ των διαφορετικών προορισμών όσο και εντός αυτών, καθ’ ην στιγμήν γνωρίζουμε ότι οι τουρίστες δεν κατανέμονται και δεν κατευθύνονται από ένα κεντρικό σχεδιασμό. Μια λογική θα ήταν αυτή η μέθοδος που προτείνεται από τους Richard H. Thaler και Cass R. Sunstein στο βιβλίο τους “Nudge, the Gentle Push” (2008). Μια συναρπαστική στρατηγική που ο Ομπάμα την είχε χρησιμοποιήσει με την κυβέρνησή του σε πολλούς τομείς.
Είναι μια προσέγγιση που βασίζεται στη συμπεριφορική οικονομία και ψυχολογία που στοχεύει να επηρεάσει τις επιλογές και τις συμπεριφορές των ανθρώπων με λεπτό και θετικό τρόπο, χωρίς να καταφεύγει σε καταναγκασμό ή υποχρεωτικές διατάξεις. Εκμεταλλεύεται την έννοια των ωθήσεων, δηλαδή μικρές αλλαγές στην προσφορά και την παρουσίαση επιλογών που μπορούν να οδηγήσουν τους ανθρώπους στις επιθυμητές αποφάσεις.
Στον τουρισμό σήμερα, όμως, λειτουργεί μια αντίστροφη ώθηση, με την έννοια ότι ο μηχανισμός clickbait (γνωρίζουμε ότι σήμερα όλα γίνονται στο διαδίκτυο: έμπνευση για ταξίδια, πληροφορίες, κρατήσεις και αγορές) πολώνει την προσοχή του χρήστη στα πιο δημοφιλή αξιοθέατα και προορισμούς. Για να πέτυχουμε για παράδειγμα την μεγιστοποίηση της προσοχής των χρηστών, αρκεί να προσφέρουμε πολύ χαμηλές τιμές σε πολύ γνωστούς προορισμούς: μια προσφορά των 50 ευρώ για ένα δωμάτιο ξενοδοχείου με θέα την Ακρόπολη θα τραβούσε περισσότερο την προσοχή από μια αντίστοιχη προσφορά με 30 ευρώ για ένα δωμάτιο στην Κόρινθο. Και αυτό καθότι ο απώτερος στόχος οποιουδήποτε ιστότοπου ή εφαρμογής στο διαδίκτυο είναι να τραβήξει το ενδιαφέρον του χρήστη και να τον κάνει να περάσει χρόνο στο διαδίκτυο. Η πολωτική επίδραση του clickbait είναι θανατηφόρα.
Πως λοιπόν θα μπορούσαμε πράγματι να αποσυμφορήσουμε τους ήδη επιβαρυμένους προορισμούς όπου και όποια χρονική περίοδο κάτι τέτοιο μπορεί να προκύπτει Πιθανότατα ακολουθώντας μια ‘’second best’’ τακτική, που στρέφει την προσοχή σε λιγότερο δημοφιλείς προορισμούς, καθιστώντας προορισμούς και αξιοθέατα δεύτερης κατηγορίας, πολύτιμα, ειδικά εάν ενισχύεται και από τη ρητορική ότι όσοι επιλέγουν το ‘’δεύτερο καλύτερο’’ είναι καλύτεροι από εκείνους που επιλέγουν τον πρώτο σε συνδυασμό με ανάλογες υποστηρικτικές μεταφορικές και συμπληρωματικές υπηρεσίες και ένα διαρκές πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων σε έργα υποδομών και αναδομών. Εξειδικεύοντας τους προορισμούς, το καθένα με το δικό του εμπορικό σήμα, το δικό του καθορισμένο προϊόν/αγορά και το δικό του χαρακτηριστικό μήνυμα. Περίπλοκο; Τίποτα περισσότερο από αυτό που έχει ήδη εφαρμοστεί διεθνώς σε άλλους τομείς, από τη μόδα μέχρι το φαγητό.
Ίσως ήρθε η ώρα να μάθουμε να διαχειριζόμαστε καλύτερα τις τουριστικές ροές και να αναδεικνύουμε λιγότερο γνωστούς προορισμούς. Αρκεί να εφαρμόζουμε τη σκέψη και την ικανότητα και στον τουρισμό, χωρίς να προκαλούμε φαντάσματα, ή χειρότερα, δίχως να δημιουργούμε και να παρακινούμε μακρινές φαντασιώσεις.
*Ο Δρ. Κων/νος Μαρινάκος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Πρόεδρος του Τουριστικού Οργανισμού Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων