Η συνεδρίαση κατέδειξε με τον πιο ηχηρό τρόπο την ισχυρή ενότητα και αποφασιστικότητα του ξενοδοχειακού κλάδου.
Η προσφορά του ξενοδοχειακού κλάδου δεν αποτελεί σχήμα λόγου. Έχουμε επανειλημμένα αποδείξει, μέσω των πράξεών μας, ότι ανταποκρινόμαστε στις υποχρεώσεις μας, ξεπερνώντας συχνά τις προσδοκίες, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Στηρίζουμε τα δημόσια έσοδα, συνεισφέροντας 10,5 δις άμεσα στο ΑΕΠ, την απασχόληση, προσφέροντας εργασία σε 225,000 εργαζόμενους, καθώς και τις τοπικές κοινωνίες και οικονομίες σε όλη τη χώρα, αφού το 90% του ξενοδοχειακού ΑΕΠ παράγεται περιφερειακά.
Ωστόσο, η ικανότητα του ξενοδοχειακού κλάδου να προσφέρει με τον μέγιστο δυνατό πολλαπλασιαστή δεν εξαρτάται μόνο από εμάς. Οι πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες, αναφορικά με τις αυξήσεις τόσο στο τέλος διαμονής παρεπιδημούντων όσο και στο Τέλος Ανθεκτικότητας στην Κλιματική Κρίση, προκαλούν έντονη ανησυχία. Με κάθε πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση στο κόστος των υπηρεσιών μας ακριβαίνει το προϊόν για τους Έλληνες και ξένους πελάτες μας, μειώνεται η διείσδυση που έχει η δραστηριότητα στην τοπική οικονομία και πλήτεται άμεσα η ανταγωνιστικότητά μας. Αυτά επιβεβαιώνονται από τις αντιδράσεις της Γερμανικής Ένωσης Ταξιδίων (DRV), αλλά και χιλιάδων ξένων πελατών που έχουν κατακλύσει το διαδίκτυο με αρνητικά μηνύματα.
Την ίδια στιγμή, η δραστηριότητα της βραχυχρόνιας μίσθωσης συνεχίζει να λειτουργεί ανεξέλεγκτα, χωρίς κανόνες και περιορισμούς, παρά τις σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις και τις στρεβλώσεις που προκαλεί στην αγορά φιλοξενίας της χώρας μας. Πρόκειται για μια δραστηριότητα που μειώνει τη μέση κατά κεφαλήν δαπάνη και βυθίζει τα δημόσια έσοδα ανά επισκέπτη καθώς τα δηλωμένα έσοδα της βραχυχρόνιας μίσθωσης, έχοντας μάλιστα περισσότερες κλίνες, είναι περίπου 93% λιγότερα από αυτά των ξενοδοχείων.
Το μήνυμα του συμβουλίου είναι ξεκάθαρο: η Ελληνική πολιτεία οφείλει επιτέλους να προσεγγίσει τον ξενοδοχειακό κλάδο ως έναν συμπληρωματικό αναπτυξιακό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας και όχι ως μια βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική ανακούφιση.