Πρόκειται για υφιστάμενη ξενοδοχειακή μονάδα που βρίσκεται
στο πιο ζωντανό κομμάτι του κέντρου της Αθήνας
Η υφιστάμενη ξενοδοχειακή μονάδα βρίσκεται στην γωνία των οδών Απόλλωνος και Ηπίτου σε από τις πιο ζωντανές περιοχές του κέντρου της Αθήνας, μεταξύ του Εθνικού Κήπου στο Σύνταγμα και της Μητρόπολης, γύρω από τις περιοχές της Πλάκας, της πλατείας Μοναστηρακίου και της οδού Κολοκοτρώνη. Το άμεσο αστικό περιβάλλον είναι «σφιχτό», με στενούς δρόμους, λιανικό εμπόριο και μεγάλου όγκου κτίρια, τα οποία είναι σε υποχώρηση στους επάνω ορόφους, ούτως ώστε να επιτρέπεται ο άμεσος φυσικός φωτισμός και η ελεύθερη θέα από και προς την πόλη.
Στόχος είναι η ανάπτυξη ενός νέου concept, όσον αφορά το κέλυφος, την εσωτερική του διαρρύθμιση και την αναδιοργάνωση του υφιστάμενου κτιρίου, σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο πέντε αστέρων, με spa και εστιατόριο. Όλες οι τροποποιήσεις εστιάζουν στη δημιουργία ενός κτιρίου-αναφοράς στην περιοχή και στην ανεμπόδιστη λειτουργία του ξενοδοχείου, έτσι ώστε να λειτουργεί ως ένα ενιαίο σύνολο.
Ξεκινώντας από το ισόγειο, η πρόσοψη αποκαλύπτεται στον δρόμο μέσω μεγάλων γυάλινων επιφανειών. Οι εσωτερικές λειτουργίες του βρίσκονται σε «διάλογο» με το δρόμο και την καθημερινή αστική ζωή. Στους επάνω ορόφους, όπου είναι τοποθετημένα τα δωμάτια, έχει αναπτυχθεί μία τρισδιάστατη κατασκευή όψεων από αλληλοσυνδεόμενα τμήματα, που σχηματίζουν οβάλ μορφές-τρίγωνα και ήπιες καμπύλες και επιφάνειες. Αυτή η χειρονομία καταλήγει σε ένα κτιριακό περίβλημα ανοιχτό προς τη γειτονιά προσανατολίζοντας οπτικά την κατασκευή της όψης προς την γωνία δίνοντας στο κτίριο την αίσθηση της κίνησης. Επιπλέον, τα αλληλοσυνδεόμενα τμήματα όψεων φιλτράρουν τα επίπεδα του φωτός που διαπερνούν τα γενναιόδωρα σε αναλογία διαμορφωμένα ορθογώνια παράθυρα τα οποία δημιουργούν μοτίβα φωτός και σκιάσεων εσωτερικά, προσπαθώντας να διατηρήσουν την ισορροπία μεταξύ του πλήρους και του διαπερατού. Η ιδιωτικότητα μεταξύ των δωματίων επιτυγχάνεται, εν μέρη, με γλυπτόμορφα διαχωριστικά δωματίων και επιπλέον με τη φυσική φύτευση, η οποία εισάγει το φυσικό πράσινο ως μορφολογικό εργαλείο.
Οι λευκές επιφάνειες διαμορφώνουν ήπιες, τρισδιάστατες καμπύλες, οι οποίες αντανακλούν, κάθε φορά, τον ουρανό και τον ήλιο σε διαφορετικές γωνίες, παράγοντας πλήθος πολύχρωμων οπτικών εφέ. H υλικότητα και ο νέος όγκος του κτιρίου αναπτύσσονται στρατηγικά. Οι σύνθετες λευκές επιφάνειες, και τα ανάγλυφα μαύρα τμήματα, “στήνουν” ένα παιχνίδι επιπέδων στο foreground/background προσθέτοντας βάθος στον γενικό όγκο. Το κτίριο βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με τους περαστικούς που διέρχονται μέσω της πρόκλησης της κατανόησης αυτής της πολυσύνθετης γεωμετρίας που χρησιμοποιήθηκε στον σχεδιασμό της όψης. Σαν αποτέλεσμα, δημιουργείται μια “διάδραση” και σύνδεση με την τοπική κοινωνία, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τον ορισμό του ως σημείο αναφοράς της ευρύτερης περιοχής του κέντρου.