«Μεταξύ των δημοσίων πολιτικών, που τα τελευταία 3,5 χρόνια αναπτύσσει το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού», είπε η Λίνα Μενδώνη, κατά την ομιλία της στα εγκαίνια της έκθεσης «Γυρισμός», η οποία εγκαινιάστηκε, χθες το απόγευμα από τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. «Πρωτεύουσα θέση κατέχει η επιστροφή στην πατρίδα μας των πολιτιστικών αγαθών, που της ανήκουν και βρίσκονται εκτός συνόρων. Στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής μας συμμετέχουμε ενεργά στη διαμόρφωση της διεθνούς πολιτικής για την πρόληψη και την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών και στην διαδικασία του επαναπατρισμού τους στις χώρες προέλευσής τους. Συμμετέχουμε με ευρείας απήχησης πρωτοβουλίες σε διεθνείς οργανισμούς, fora, συνεργατικά σχήματα μεταφοράς τεχνογνωσίας και προώθησης καλών πρακτικών προστασίας και διαχείρισης».
Το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, ως η αρμόδια κρατική Αρχή, εφαρμόζει μια εξαιρετικά ευρεία δέσμη μέτρων σε θεσμικό και επιχειρησιακό επίπεδο και εντείνει τις προσπάθειες για διεθνή συνεργασία, με τη σύναψη διμερών και πολυμερών συμφωνιών. Οι συμφωνίες αυτές ανοίγουν νέους δρόμους συνεργασίας και, κυρίως, εγγυώνται νέες πρακτικές, που σταδιακά υιοθετούνται από όλο και περισσότερες χώρες».
«Οι 161 κυκλαδικές αρχαιότητες θα επιστρέψουν στην Ελλάδα και θα επιστρέψουν και οι 161. Η συλλογή ήδη ανήκει ανέκαθεν στην κυριότητα και νομή του Ελληνικού κράτους και θα επιστρέψει ολόκληρη. Και όχι μόνο κάποια αντικείμενα, για τα οποία, ενδεχομένως, να κατορθώναμε να συλλέξουμε στοιχεία διεκδίκησης ικανά να σταθούν στην δικαστική βάσανο», τόνισε η Λίνα Μενδώνη.
«Με τη Συμφωνία ιδρύεται διαδικασία και τρόπος που ενθαρρύνει και άλλους συλλέκτες ελληνικών αρχαιοτήτων να προβούν σε αντίστοιχες κινήσεις, οι οποίες θα οδηγήσουν σε επαναπατρισμούς αρχαιοτήτων, χωρίς τα μειονεκτήματα της δικαστικής εμπλοκής».
Στην ομιλία της η Λίνα Μενδώνη υπογράμμισε ότι «Κάθε περίπτωση επαναπατρισμού έχει τις ιδιαιτερότητές της και εξετάζεται ad hoc, καθώς εκτός από το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο, εμπλέκεται και η νομοθεσία της χώρας, όπου εντοπίστηκε το υπό επαναπατρισμό πολιτιστικό αγαθό, ενώ καθοριστική παράμετρο αποτελεί και η συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, που έχουν ορίσει οι διεθνείς κανόνες δικαίου, ως απαιτούμενο για να διεκδικήσει μια χώρα, ως δικό της, ένα πολιτιστικό αγαθό. Επισημαίνω, για να γίνει κατανοητό από όλους, ότι κρίσιμη παράμετρο στην επιλογή της τακτικής, που κάθε φορά ακολουθείται, αποτελεί το αποδεικτικό υλικό, που διαθέτει η αρμόδια Διεύθυνση Προστασίας και Τεκμηρίωσης Πολιτιστικών Αγαθών του Υπουργείου Πολιτισμού».
Όπως είπε η Υπουργός, «αν πρόκειται για τέχνεργο, που έχει κλαπεί από αρχαιολογικό χώρο, μουσείο ή αποθήκη, η διεκδίκηση προβλέπεται αίσια, καθώς τόσο το αρχαίο έργο, όσο και η κλοπή, είναι δυνατόν εύκολα να τεκμηριωθούν. Τα πράγματα είναι σαφώς δυσχερέστερα, στις περιπτώσεις διεκδίκησης, λόγω λαθρανασκαφής. Στην περίπτωση αυτή οι δικαστικές αρχές απαιτούν συγκεκριμένες αποδείξεις, ότι το αρχαίο εξήλθε από τη χώρα που το διεκδικεί ως προϊόν συγκεκριμένης λαθρανασκαφής, δηλωμένης χωροχρονικά. Οπως προκύπτει, από τα αρχεία του Υπουργείου, η πάγια τακτική που ακολουθείται είναι η εξωδικαστική επίλυση, διαδικασία η οποία έχει οδηγήσει στην επιστροφή στη χώρα μας εκατοντάδων πολιτιστικών αγαθών».
Η Λίνα Μενδώνη υπογράμμισε ότι «στην περίπτωση της συλλογής Leonard Stern, της σημαντικότερης διεθνώς συλλογής κυκλαδικών αρχαιοτήτων, η -ούτως ή άλλως- πάγια τακτική του Υπουργείου, της εξωδικαστικής δηλαδή, διεκδίκησης, ήταν μονόδρομος, λόγω έλλειψης αποδεικτικού υλικού. Σύμφωνα με την αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Πολιτισμού, καμία από τις 161 αρχαιότητες δεν ήταν καταχωρημένη ως προϊόν κλοπής από ελληνικό έδαφος στα αρχεία του Υπουργείου, το οποίο δεν διέθετε κανένα στοιχείο για την εξαγωγή τους από την Ελλάδα, ούτε για το πότε και το πως, ούτε για την διακίνησή τους μέχρι να καταλήξουν στη Νέα Υόρκη. Aπό τις 9 Σεπτεμβρίου 2022, με την κύρωση από το Ελληνικό Κοινοβούλιο μιας πρωτοποριακής Συμφωνίας μεταξύ του Ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης και του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, τα 161 έργα του Κυκλαδικού Πολιτισμού –κυρίως ειδώλια- αναγνωρίστηκαν ως ιδιοκτησία του Ελληνικού Κράτους. Με την συμφωνία, που είναι ήδη νόμος του Κράτους, επιτεύχθηκε η σταδιακή επιστροφή στην πατρίδα μας, 161 σπάνιων κυκλαδικών αρχαιοτήτων, με την πανηγυρική αναγνώριση ότι αποτελούν και ανέκαθεν αποτελούσαν ιδιοκτησία της Ελλάδας. Αυτό επιτεύχθηκε κατόπιν εκτίμησης και αξιοποίησης των ειδικών συνθηκών της υπόθεσης, μέσω της συμφωνίας, χωρίς την αβεβαιότητα δικαστικής εμπλοκής, χωρίς καμία δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου και χωρίς παραίτησή του από κανένα δικαίωμά του, υφιστάμενο ή μελλοντικό».