Αρχική Ειδήσεις στα Ελληνικά ΔιαΝΕΟσις: Η Ελληνική Γεωργία και Αγροδιατροφή Μετά την Πανδημία

ΔιαΝΕΟσις: Η Ελληνική Γεωργία και Αγροδιατροφή Μετά την Πανδημία

Ο Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Γεωπονικών Επιστημών της Σουηδίας (SLU) Κώστας Καραντινινής αναλύει τις επιπτώσεις της πανδημίας στην ελληνική αγροδιατροφή, εξετάζοντας παράλληλα τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε ο συγκεκριμένος τομέας μέσα από την οικονομική κρίση της δεκαετίας 2008-2017.

Ακολουθούν οι βασικές ιδέες και τα συμπεράσματα της εκτενούς ανάλυσης του Κ. Καραντινινή. 

Η πανδημία της Covid-19 είχε άμεσες, παράπλευρες, βραχυχρόνιες και μακροχρόνιες επιπτώσεις στο σύστημα αγροδιατροφής, τοπικά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Κάποιες από τις επιπτώσεις τις πανδημίας στην αγροδιατροφή μπορεί να μείνουν μαζί μας για πολύ μεγάλο διάστημα –ίσως και για πάντα. Η πανδημία ενίσχυσε την αντίληψή μας για τον σημαντικό ρόλο της παραγωγής και διανομής τροφίμων στο περιβάλλον, στο κλίμα και στην οικονομική ανάπτυξη και συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση της νέας κοινής αγροτικής πολιτικής (ΚΑΠ). Όπως κάθε κρίση, μαζί με την καταστροφή, η πανδημία δίνει μια ευκαιρία για την ελληνική γεωργία και διατροφή. Θα ήταν χρήσιμο, αυτή την φορά, αυτή η κρίση να μην αφεθεί να πάει χαμένη.

Δύο ήταν οι μεγάλοι επικείμενοι κίνδυνοι που εκφράστηκαν όταν ξέσπασε η πανδημία Covid-19: η ασφάλεια τροφίμων και η επισιτιστική επάρκεια. Σε πολλά κέντρα αποφάσεων πολιτικής η σφραγίδα της πανδημίας στην αγροτική πολιτική ίσως μείνει ανεξίτηλη, κυρίως επειδή επιβεβαίωσε την επιλογή προς την αειφόρο ανάπτυξη. 

Καθώς η πανδημία είναι πάρα πολύ πρόσφατη και τα οικονομικά στοιχεία ελάχιστα, σε παρακάτω θα επιχειρήσουμε μια ανάλυση των επιπτώσεων της πανδημίας στην ελληνική αγροδιατροφή, εξετάζοντας το πώς εξελίχθηκε ο συγκεκριμένος τομέας μέσα από την οικονομική κρίση της δεκαετίας 2008-2017. Παρά το ότι οι δύο κρίσεις δεν είναι κατ’ αρχήν όμοιες, είναι και οι δυο εξωγενείς και επηρέασαν κατά ένα μεγάλο βαθμό το εισόδημα και άρα τη ζήτηση. Έτσι τα μαθήματα από την οικονομική κρίση μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως διδάγματα για την τρέχουσα κρίση της πανδημίας η οποία, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχει περάσει ακόμη. 

Ασφάλεια και εξασφάλιση τροφίμων

Η πανδημία λειτούργησε ως μεγεθυντικός φακός για να ξανακοιτάξουμε με προσοχή τον τρόπο που παράγονται, μεταποιούνται και καταναλώνονται τα τρόφιμα παγκοσμίως. Πώς αυτές οι μέθοδοι και τα συστήματα παραγωγής επιβαρύνουν το περιβάλλον, αλλάζουν το κλίμα ενώ ταυτόχρονα φτάνουν καθημερινά και μπαίνουν στο σπίτι, στο πιάτο και στο σώμα κάθε κατοίκου του πλανήτη.

Η πανδημία μας ώθησε να ξανακοιτάξουμε τον ρόλο της γεωργίας, το πόσο απαραίτητη είναι για τη ζωή στον πλανήτη και πώς μπορεί να συνεχίσει να είναι, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να βελτιώσει το περιβάλλον, το κλίμα και να συμβάλει στην αειφόρο ανάπτυξη.

Το σύστημα διατροφής είναι πιθανόν συνυπεύθυνο για την εμφάνιση της Covid-19, οπότε μια αναμόρφωση του είναι μέρος της λύσης. Η επάρκεια τροφίμων όμως παραμένει ζητούμενο. Το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Τροφίμων των Ηνωμένων Εθνών κρούει έντονα τον κώδωνα του κινδύνου για επικείμενη επέκταση της ασιτίας και τον κίνδυνο θανάτων σε 55 χώρες και σε ένα σύνολο 265 εκατ. ανθρώπων στην Αφρική και στην Ασία. Στις ανεπτυγμένες χώρες παρατηρήθηκαν τοπικά προβλήματα επισιτισμού σε ευπαθείς ομάδες που επηρεάστηκαν κυρίως λόγω οικονομικής αδυναμίας και προσέφυγαν σε τράπεζες τροφίμων.

Ως ένα βαθμό τα προβλήματα επάρκειας μετριάστηκαν καθώς οι κυβερνήσεις των περισσότερων χωρών έθεσαν την ασφάλεια και την επάρκεια των τροφίμων σε ύψιστη προτεραιότητα και πήραν μέτρα που θα επέτρεπαν την απρόσκοπτη και ασφαλή μεταφορά τροφίμων. Μετά από κάποιους δισταγμούς, η Ε.Ε. ανακοίνωσε τον Απρίλιο έκτακτα μέτρα αποθήκευσης πλεονασμάτων και αντίστοιχα κονδύλια -καθώς και “πράσινους διαδρόμους”- για τη διευκόλυνση των μεταφορών στα ενδοκοινοτικά σύνορα.

 

Ζήτηση και εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων

Τέσσερις σημαντικές αλλαγές γίνονται σταδιακά εμφανείς στην αγροδιατροφή που έχουν επιπτώσεις περισσότερο στη δομή παρά στον όγκο της ζήτησης: οι καταναλωτικές προτιμήσεις, το εισόδημα, οι διακοπές στις εφοδιαστικές αλυσίδες και η αβεβαιότητα. Η πρωτογενής παραγωγή στη γεωργία επηρεάστηκε λιγότερο σε σχέση με άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, όπως η υγεία, ο τουρισμός, η εστίαση, οι μεταφορές, πάνω στους οποίους η πανδημία, και κυρίως τα μέτρα περιορισμού που πάρθηκαν για τον περιορισμό της παγκοσμίως, είχαν συγκλονιστικές επιπτώσεις.

Η μείωση του εισοδήματος των καταναλωτών που επέφερε η πανδημία θα έχει σοβαρότερες επιπτώσεις στο μέλλον. Χαμηλότερο εισόδημα σημαίνει στροφή προς φθηνότερο τρόφιμο, κυρίως κατανάλωση στο σπίτι και λιγότερο εκτός. Επίσης παρατηρείται μια αύξηση της κατανάλωσης τροφίμων που θεωρούνται ότι ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα. 

Οι εξαιρετικές συνθήκες που προκλήθηκαν στις διεθνείς αγορές προκάλεσαν επίσης μεταβολές στις εξαγωγές, κάποιες από τις οποίες ήταν θετικές για την Ελλάδα, τουλάχιστον στο πρώτο τετράμηνο 2020. Μειώθηκαν και τα δύο σκέλη του εμπορικού ισοζυγίου, με τις εξαγωγές να υποχωρούν λιγότερο από τις εισαγωγές (Πίνακας 1). Στη βελτίωση αυτή συνέβαλαν σημαντικά οι εξαγωγές ποτών, καπνού και λαδιών, ενώ οι εξαγωγές τροφίμων αυξήθηκαν οριακά το πρώτο τρίμηνο και σταθεροποιήθηκαν τον Απρίλιο-Μάιο. Οι μεταβολές αυτές δείχνουν μάλλον τις αβεβαιότητες της εφοδιαστικής αλυσίδας, όπου κάποιοι ανταγωνιστές, ίσως από τη Βόρεια Αφρική, την Τουρκία, την Ιταλία και άλλες χώρες, δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στη ζήτηση την οποία κάλυψαν πολύ αποτελεσματικά οι Έλληνες εξαγωγείς, δείχνοντας έτσι αξιόλογη ευελιξία.

Η αγροτική οικονομία της κρίσης

Η πανδημία COVID-19 βρήκε την ελληνική γεωργία να ανακάμπτει από την χρηματοοικονομική κρίση του 2008-18 και να βρίσκεται περίπου στο σημείο που την συνάντησε η κρίση το 2008. Η πρωτογενής παραγωγή επηρεάστηκε ελάχιστα από την κρίσηενώ η διατροφή, δηλαδή τα μετά την πρωτογενή παραγωγή τμήματα της αλυσίδας (μεταποίηση, διανομή, εστίαση) επηρεάστηκαν σημαντικά.

Η μετά την πρωτογενή παραγωγή διατροφή υπέφερε σημαντικά κατά τη διάρκεια της κρίσης, επιδεικνύοντας μια μείωση -37% (από €11,7 δισ. σε €7,4 δισ.) στην περίοδο 2008-17.

Η χρηματοδότηση της γεωργίας είναι μια σημαντική παράμετρος για την ανάπτυξη της οικονομίας και για την ευημερία των αγροτών. Η Ελλάδα μετά τη χρηματοοικονομική κρίση αντιμετώπισε -και ως ένα βαθμό συνεχίζει να αντιμετωπίζει- προβλήματα ρευστότητας. Κατά συνέπεια τα επιτόκια είναι ιδιαίτερα υψηλά σε σχέση με το σύνολο της Ε.Ε. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕ), τα επιτόκια για τη γεωργία στην Ελλάδα κυμαίνονται από 4-8,5%, είναι υψηλότερα στη γεωργία από τους άλλους τομείς και είναι από τα υψηλότερα στην Ε.Ε.

Η διάρθρωση και η πορεία της ελληνικής αγροδιατροφής, συγκρινόμενη με αυτή της Ε.Ε. είναι αξιοσημείωτα διαφορετική, λαμβάνοντας υπόψη και τις διαφορετικότητες μεταξύ των 27 χωρών (Διάγραμμα 3). Στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πρωτογενής και η δευτερογενής διατροφική αλυσίδα και οι εισροές αυξήθηκαν σημαντικά.

Τα κλάσματα της γεωργίας

Όταν εντάχθηκε η Ελλάδα στην τότε ΕΟΚ το 1981, στη γεωργία απασχολούνταν το 30% του εργατικού δυναμικού της χώρας και η γεωργική παραγωγή αποτελούσε το 25% του ΑΕΠΣήμερα η γεωργία απασχολεί το 12% του εργατικού δυναμικού και συμβάλει κατά 3,6% στην εθνική προστιθέμενη αξία. 

Το αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι συγκρίσιμο με της υπόλοιπης οικονομίας (87%) ενώ είναι μόνο 45% στην Ε.Ε. Η διαφορά αυτή οφείλεται περισσότερο στο χαμηλό μη-αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα σε σχέση με την Ε.Ε. Μια σύγκριση επίσης είναι σημαντική να τονιστεί, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων γεωργών ασκεί τη γεωργία χωρίς ιδιαίτερες συστηματικές γνώσεις, με μόνο εφόδιο την πρακτική εμπειρία. Μόλις 5,5% των Ελλήνων γεωργών έχουν παρακολουθήσει κάποια βασική εκπαίδευση (20,2% στην Ε.Ε.), ενώ ελάχιστοι έχουν πλήρη γεωργική εκπαίδευση.

Επιδοτήσεις και ΚΑΠ

Οι ενισχύσεις της ΚΑΠ άγγιξαν για πρώτη φορά τον Έλληνα γεωργό το 1981 και συνεχίζουν αδιάλειπτα μέχρι σήμερα. Με συντηρητικούς υπολογισμούς και αναγωγές τιμών, το σύνολο των ενισχύσεων στον αγροτικό τομέα στα 38 χρόνια συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση αθροιστικά ξεπερνάει τα €150 δισ., δηλαδή πάνω από το 80% ενός ετήσιου ΑΕΠ της χώρας (κάποιες εκτιμήσεις το ανεβάζουν πάνω από €180 δισ., δηλαδή ένα ολόκληρο ετήσιο ΑΕΠ). 

Το 2019 το σύνολο των ενισχύσεων για τη γεωργία ήταν €2,7 δισ., ή το 55,6% των ευρωπαϊκών πληρωμών στη χώρα (€4,9 δισ.).

Από αυτά τα €2,1 δισ. (76,9%) είναι άμεσες ενισχύσεις που πληρώνονται ανά εκτάριο ή ζωική μονάδα στους παραγωγούς και άλλες ενισχύσεις ανά προϊόν (€69,6 εκατ.), ενώ τα υπόλοιπα είναι επενδύσεις για την αγροτική ανάπτυξη (€562 εκατ.).

Αν υπολογίσουμε ότι η συνολική συμμετοχή της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό ήταν €1,67 δισ. το 2018, ενώ οι συνολικές πληρωμές από την Ε.Ε. προς τη χώρα ανήλθαν στα €4,87 δισ. αυτό ανάγει την εθνική συμμετοχή για τη χρηματοδότηση των άμεσων πληρωμών της ΚΑΠ στα €723 εκατ., το οποίο αντιστοιχεί σε 67 ευρώ ετησίως (ή 18 λεπτά την ημέρα) ανά κάτοικο.

Το υπόλοιπο 65% των ενισχύσεων της ελληνικής γεωργίας προέρχεται από εισφορές των Ευρωπαίων εταίρων.

Το πρόβλημα της κατανομής των ενισχύσεων και της σύγκλισής τους, είναι ένα θέμα που απασχολεί την Ε.Ε. και ήδη έχει δρομολογηθεί η διαδικασία “εσωτερικής” σύγκλισης, όπου κάθε χώρα θα πρέπει να διαμορφώσει πολιτικές που θα οδηγήσουν σε μια πιο ομoιόμορφη κατανομή του 70% των ενισχύσεων μέχρι το τέλος της προγραμματικής περιόδου ΚΑΠ 2014-2020. Η Ελλάδα επέλεξε τη σταδιακή εσωτερική σύγκλιση.

Εξωτερική Σύγκλιση

Ακόμη σημαντικότερη όμως θα είναι η υπό συζήτηση “εξωτερική” σύγκλιση όπου οι μέσες ενισχύσεις μεταξύ των χωρών θα πρέπει να γίνουν περισσότερο ομοιόμορφες σε μέσους όρους μεταξύ των χωρών. Σήμερα, οι άμεσες ενισχύσεις ανά εκτάριο κυμαίνονται μεταξύ €129-€668/εκτ. με την Ελλάδα με €552/εκτ. να βρίσκεται σημαντικά πάνω από τα €264/εκτ. του ευρωπαϊκού μέσου όρου (αν υπολογιστεί με βάση τις επιλέξιμες γαίες που δεν περιλαμβάνουν βοσκοτόπους). Η πρόσφατη συμφωνία της 21ης Ιουλίου 2020, επιβάλει μέχρι το τέλος της νέας περιόδου στις χώρες των οποίων οι ανά εκτάριο πληρωμές βρίσκονται κάτω από το 90% του ευρωπαϊκού μέσου όρου να καλύψουν το 50% της διαφοράς σταδιακά σε έξι διαδοχικά βήματα, από το 2022 έως το 2027. Σε κανένα κράτος-μέλος οι ανά εκτάριο πληρωμές δεν θα πρέπει να είναι κάτω από τα €215/εκτ. το 2027. 

Η διαφορά αυτή θα χρηματοδοτηθεί αναλογικά από όλα τα κράτη-μέλη, δηλαδή με αντίστοιχη μείωση αυτών που βρίσκονται πάνω από τον μέσο όρο, άρα και της Ελλάδας.

Ωστόσο, στην τελευταία διαπραγμάτευση της 21ης Ιουλίου 2020, η Ελλάδα εξασφάλισε ένα επιπλέον “δώρο” €300 εκατ. για την επταετία 2021-27, που θα την βοηθήσει να απορροφήσει μέρος του κόστους που θα δημιουργήσει η (μερική έστω) εξωτερική σύγκλιση.


Απ’ το Αγρόκτημα – στο Πιάτο … ώς το Συμβούλιο Κορυφής

Η κοινή αγροτική πολιτική (ΚΑΠ) καταλαμβάνει το 1/3 του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ στο ξεκίνημα της ΕΟΚ πριν από 60 χρόνια, η ΚΑΠ ξεπερνούσε τα 2/3. Η γεωργία μέσα από τον επταετή προγραμματισμό της ΚΑΠ στο ίδιας διάρκειας Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ), έχει τεθεί στην αιχμή του δόρατος για την αειφόρο ανάπτυξη της ΕΕ. Η εμπειρία της Covid-19 ενσωματώθηκε στην Πράσινη Συμφωνία της Ε.Ε. και ειδικά στη στρατηγική “Απ’ το Αγρόκτημα στο Πιάτο” (ΑΑΣΠ) που αφορά στην αγροδιατροφή.

Η ΑΑΣΠ συνιστά σημαντικό πυλώνα της “Πράσινης Συμφωνίας” που αφορά στην πορεία προς την επίτευξη των 17 στόχων αειφόρου ανάπτυξης (SDG) των Ηνωμένων Εθνών, που μαζί με τον “Νόμο του Κλίματος” και τη “Στρατηγική για τη Βιοποικιλότητα” αποτελούν τις κύριες στρατηγικές ανάπτυξης της Ε.Ε. 

Η στρατηγική ΑΑΣΠ, όμως όπως αρχικά ανακοινώθηκε την 20ή Μαΐου 2020 πρόσθετε μια γενναιόδωρη αύξηση των επιδοτήσεων της ΚΑΠ που θα αυξάνονταν κατά +7% σε σχέση με τις αρχικές προτάσεις της Επιτροπής. Αν και είναι νωρίς να αποκωδικοποιήσουμε πλήρως την περίπλοκη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, φαίνεται και διά γυμνού οφθαλμού ότι υποχωρεί προσωρινά η φιλόδοξη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ΑΑΣΠ

Με τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου 2020, το ΠΔΠ 2021-27 διαμορφώνεται στα €1,074 τρισ. με ένα επιπρόσθετο €750 δισ. για το ταμείο ανάκαμψης (πρώην “νέας γενιάς”), δηλαδή συνολικά €1,824 τρισΜέσα σε αυτό ο προϋπολογισμός της ΚΑΠ διαμορφώνεται στα €343,9 δισ. σε σταθερές (2018) τιμές (ή €385,6 δισ. σε τρέχουσες τιμές, με έναν αποπληθωριστή 2%).

Ο προϋπολογισμός ΚΑΠ 2021-27 για την Ελλάδα αναμένεται να είναι στα ίδια περίπου επίπεδα, σε τρέχουσες τιμές, σε σχέση με τον προηγούμενο 2014-20

Στα επιμέρους των διαπραγματεύσεων του προϋπολογισμού, στο Συμβούλιο Κορυφής της 21ης Ιουλίου 2020 έλαβαν χώρα αρκετές “καραμπόλες” μεταξύ κονδυλίων και προσγειώθηκαν έως και εξαφανίστηκαν κάποια αρχικά υπεραισιόδοξα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κάποια από αυτά επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα την αγροδιατροφή. Κύριο πλήγμα ήταν το πρόγραμμα ανασυγκρότησης που από την υπόσχεση του Μάϊου για €16,5 δισ. προς την γεωργία, αυτή μειώνεται στο μισό

Όπως αναφέραμε παραπάνω, με τη μερική σταδιακή προσαρμογή 2022-27, ο σκόπελος της εξωτερικής σύγκλισης παρακάμφθηκε προς το παρόν. Στο πενταήμερο “παζάρι” της 17ης- 21ης Ιουλίου, 15 χώρες εξασφάλισαν (ή όπως λέγεται στην ευρωπαϊκή αργκό: “περιχαράκωσαν” ή “ring fenced”) συνολικά €5,4 δισ. ως αντάλλαγμα για την σύγκλιση και για άλλα διαρθρωτικά “χάντικαπς”. Μία από τις 15 χώρες είναι και η Ελλάδα, που “περιχαράκωσε” €300 εκατ. 

Παρά το “δώρο” των €300 εκ., στον 2ο πυλώνα που αφορά στην αγροτική ανάπτυξη, η Ελλάδα θα χρειαστεί να συμβάλει με περισσότερους εθνικούς πόρους, αφού αυξάνονται τα ποσοστά εθνικής συμμετοχής για κάποια προγράμματα. 


Η μεγάλη ευκαιρία της πανδημίας (που δεν πρέπει να πάει χαμένη)

Επιχειρήσαμε να ψηλαφίσουμε τις επιπτώσεις της Covid-19 στην ελληνική αγροδιατροφή, κυρίως αναλύοντας την εμπειρία από την οικονομική κρίση 2008-2017 και αξιολογώντας τον νέο προϋπολογισμό της ΚΑΠ 2021-27. Θα πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί στις αξιολογήσεις καθώς τα στοιχεία είναι νωπά και η πανδημία ακόμα σε εξέλιξη, παρ’ όλα αυτά μπορούμε να τολμήσουμε μερικές διαπιστώσεις. 

Συνοπτικά, η πρωτογενής παραγωγή στην Ελλάδα δεν αναμένεται να επηρεαστεί από την πανδημία, όπως λίγο επηρεάστηκε από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. 

Η πανδημία συνέβαλε στο να κατανοήσουμε βαθύτερα τον ρόλο της αγροδιατροφής, όχι μόνο στην Covid-19 αλλά και σε μελλούμενες πανδημίες, και μας βοήθησε να αντιληφθούμε τη σημασία της παραγωγής, μεταποίησης, διανομής και κατανάλωσης τροφίμων ευρύτερα. Η χώρα πρέπει να ξεκινήσει άμεσα τη σύνταξη μιας εθνικής στρατηγικής για την αγροδιατροφή, οριζόντια ανά προϊόν, αλλά και γεωγραφικά, θέτοντας την αγροδιατροφή στην προπομπή μιας πορείας προς την αειφόρο ανάπτυξη, όπως έπραξε η Ε.Ε. με την ΑΑΣΠ. Είναι εθνική υπόθεση η γεωργία κυρίως γι’ αυτό: επειδή απέδειξε ότι μπορεί να κρατήσει σταθερό το εισόδημα και την απασχόληση στην ελληνική περιφέρεια. 

Τα κλάσματα της ελληνικής γεωργίας μπορούν να βελτιωθούν είτε αυξάνοντας τον αριθμητή (μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία), είτε μικραίνοντας τον παρονομαστή (λιγότεροι δικαιούχοι). Στον παρονομαστή, είναι προφανές ότι δεν μπορούν να συμβάλουν, ούτε και να επιβιώσουν όλες ανεξαιρέτως οι μικρές εκμεταλλεύσεις, άρα ο παρονομαστής θα συνεχίσει να μειώνεται.

Το μικρό μέγεθος όμως μπορεί να αντιμετωπιστεί με συλλογικές δράσεις, με γνώση και με διαρκή ενημέρωση, με την επιχειρηματικότητα, την καινοτομία και με τη διαρκή συστηματική προσαρμογή στις ανάγκες της αγοράς, της τεχνολογίας και των επιστημονικών εφαρμογών. Ο αριθμητής του κλάσματος, η προστιθέμενη αξία της αγροδιατροφής, έχει μεγάλα περιθώρια βελτίωσης και η κατανομή του θα πρέπει να γίνει με κριτήρια ανάπτυξης και αντίστοιχης συμβολής στους εθνικούς στρατηγικούς στόχους. Στον αριθμητή, όχι μόνο αριθμητικά αλλά και ποιοτικά, θα πρέπει να στοχεύσει η εθνική στρατηγική για την αγροδιατροφής.