Χειρότερες και από το… χειρότερο σενάριο των οίκων αξιολόγησης είναι οι προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Ελλάδα, καθώς στην έκθεση World Economic Outlook βλέπει ύφεση 10%(!) για το 2020, έκρηξη της ανεργίας και υποτονική ανάπτυξη το 2021.
Σε γενικές γραμμές, το ΔΝΤ αντιμετωπίζει την υγειονομική κρίση του COVID-19, ως χειρότερη από την χρηματοοικονομική του 2008, κυρίως λόγω της ευρύτητας και του αντίκτυπου. Στην ανάλυση του ΔΝΤ, που παρουσίασε η επικεφαλής οικονομολόγος Γκίτα Γκόπιναθ, επισημαίνεται ότι στη βάση δεδομένων για την ανάλυση δημοσιοποιούνται οι προβλέψεις μόνο για τους βασικούς δείκτες, ενώ σημειώνεται η αυξημένη ρευστότητα στο οικονομικό περιβάλλον, ως αιτιολόγηση για το περιορισμένο εύρος των προβλέψεων που δεν υπερβαίνουν το 2021.
Το ΔΝΤ συνιστά άμεση αύξηση των διαθέσιμων δημόσιων πόρων για τα συστήματα Υγείας, ως βασική προϋπόθεση για την αποφυγή των χειρότερων σεναρίων. Ζητά περισσότερα tests για τον κορονοϊό, επαναπρόσληψη συνταξιούχων γιατρών και επέκταση των πτερύγων απομόνωσης στα νοσοκομεία.
Είναι λοιπόν προφανές ότι και το ΔΝΤ αποτιμά την κατάσταση ως εξελισσόμενη και όχι ως παγιωμένη και στόχος της έκθεσης είναι να αντικατοπτρίσει τον αντίκτυπο της κρίσης τη δυναμική των μέτρων στήριξης που έχουν ανακοινωθεί έως τώρα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η έκθεση του ΔΝΤ δίνει το στίγμα, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και θέτει τον τόνο για τη συμπεριφορά των αγορών και τις προσδοκίες των πολιτών.
Πολιτικά, το WEO έχει τη δική του βαρύτητα, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον εντεινόμενης ανασφάλειας, καθώς λειτουργεί ως πυξίδα και χάρτης κινδύνου. Αδιαμφισβήτητα, η έκθεση του ΔΝΤ δημιουργεί δυναμική, αποτελεί την πρώτη ουσιαστική αξιολόγηση της κατάστασης όπως έχει διαμορφωθεί, καθώς και της προοπτικής εξέλιξης του ιού και αποτελεσματικότητας των μέτρων στήριξης.
Ωστόσο, πολλά μπορούν να αλλάξουν, με την ανακάλυψη φαρμακευτικής αγωγής και εμβολίου, το χρόνο που αυτό θα γίνει και την αμεσότητα της διαθεσιμότητάς τους. Οι παράμετροι είναι πολλές, το πρόβλημα δυσεπίλυτο και οι εκθέσεις επιχειρούν να θέσουν επί τάπητος το σύνολο των διαθέσιμων δεδομένων. Είναι όμως τα στοιχεία που λείπουν αυτά που εν τέλει θα καθορίσουν το αποτέλεσμα της εξίσωσης.
Η Ελλάδα
Στην έκθεση World Economic Outlook που δόθηκε στη δημοσιότητα νωρίτερα σήμερα το ταμείο προβλέπει ότι η ύφεση στην Ελλάδα για το 2020 θα φθάσει το 10% και η ανεργία θα εκτιναχθεί στο 22,3%, από το 17,3% που υποχώρησε το 2019. Σημαντική επιδείνωση προβλέπεται και στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών με άνοιγμα της ψαλίδας από το 2,1% στο 6,5% του ΑΕΠ το 2020 πριν περιοριστεί στο 3,4% το 2021.
Αν και το ΔΝΤ δεν φημίζεται διαχρονικά για την ακρίβεια των προβλέψεών του, έχοντας χάσει το βάθος και εύρος της ύφεσης που προκάλεσαν τα μέτρα που επέβαλε, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, η νέα έκθεσή του προκαλεί έντονη ανησυχία, καθώς βλέπει νωχελική επανάκαμψη της οικονομίας και πολυετή κρίση στην αγορά εργασίας, ενώ προβλέπει σωρευτικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών 9,9% στη διετία.
Οι προβλέψεις του ΔΝΤ, ακόμα και αν έχουν πολιτικά και ιδεολογικά φίλτρα ή αν στοχεύουν να εντείνουν την πίεση στην ΕΕ για να αναλάβει ουσιαστική δράση και στην ελληνική κυβέρνηση για πιο βαθιές μεταρρυθμίσεις, εν τούτοις έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στις αγορές, καθώς αυξάνουν το risk premium της Ελλάδας, μπλοκάροντας την προοπτική εισροής Άμεσων Ξένων Επενδύσεων.
Τα δίδυμα ελλείμματα και η προβλεπόμενη αναπτυξιακή υποαπόδοση του 2020, αναμένεται να εντείνουν τις πιέσεις σε οικονομία και κοινωνία, οδηγώντας ενδεχομένως σε νέο Μνημόνιο και προκαλώντας ακόμα και νέες εκλογές.
Η παγκόσμια Οικονομία
Στην έκθεση World Economic Outlook η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα η ύφεση στην παγκόσμια οικονομία προβλέπεται στο 3% με την αναθεώρηση να ξεπερνά τις 6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις προβλέψεις πριν ο κόσμος αρχίσει να δοκιμάζεται από την πανδημία. Το ΔΝΤ συγκρίνει ευθέως το μέγεθος της παρούσας κρίσης με αυτή της Μεγάλης Ύφεσης του 1930 αναδεικνύοντας τις μεγάλες αβεβαιότητες στη διατύπωση προβλέψεων.
Η προβλεπόμενη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας με 5,8% στο βασικό σενάριο το 2021 εξαρτάται καθοριστικά από το ρυθμό με τον οποίο θα περιορίζεται το δεύτερο εξάμηνο του 2020 η πανδημία, επιτρέποντας τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων και την επάνοδο της καταναλωτικής και επενδυτικής εμπιστοσύνης.
Στην ευρωζώνη, το ΔΝΤ προβλέπει ύφεση 7,5% φέτος ( επέκταση 4,7% το 2021) με την Ελλάδα να αγγίζει το -10%, την Ιταλία στο -9,1%, την Ισπανία στο -8%, τη Γαλλία στο -7,2% και τη Γερμανία στο -7%.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, είναι πολύ πιθανό φέτος η παγκόσμια οικονομία να βιώσει την χειρότερη ύφεση από την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης, ξεπερνώντας αυτήν που βίωσε κατά την περίοδο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης πριν από μια δεκαετία.
Το βασικό σενάριο του ΔΝΤ προβλέπει πως το 2020 θα καταγραφεί παγκόσμια ύφεση 3%, πολύ χειρότερη από αυτήν που κατεγράφη κατά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Πρόκειται για πρόβλεψη χειρότερη κατά περισσότερο από 6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις των Παγκόσμιων Οικονομικών Προβλέψεων (Οκτωβρίου 2019 και Ιανουαρίου 2020).
Η ανάπτυξη στην ομάδα των αναπτυγμένων χωρών –όπου αρκετές οικονομίες βιώνουν εκτεταμένα κρούσματα και εφαρμόζουν μέτρα περιορισμού – προβλέπεται στο -6,1% το 2020. Οι περισσότερες οικονομίες της ομάδας αυτής προβλέπεται να συρρικνωθούν φέτος, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ (-5,9%), της Ιαπωνίας (-5,2%), του Ηνωμένου Βασιλείου (-6,5%), της Γερμανίας (-7%), της Γαλλίας (-7,2%), της Ιταλίας (-9,1%) και της Ισπανίας (-8%).
Στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, προβλέπεται συρρίκνωση 1% το 2020, ενώ εξαιρουμένης της Κίνας ο ρυθμός ανάπτυξης της ομάδας αυτής αναμένεται να είναι -2,2%.
Αβέβαιη ανάκαμψη το 2021;
Η παγκόσμια ανάπτυξη αναμένεται να ανακάμψει στο 5,8% το 2021, πολύ υψηλότερα της τάσης, αντανακλώντας την ομαλοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας από πολύ χαμηλά επίπεδα. Ουσιαστικά, δηλαδή, προβλέπει μια ανάκαμψη τύπου “V”. Η ομάδα των αναπτυγμένων οικονομιών προβλέπεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 4,5%, ενώ η ανάπτυξη στην ομάδα των αναδυόμενων αγορών και των αναπτυσσόμενων οικονομιών προβλέπεται στο 6,6%. Συγκριτικά, το 2010 η παγκόσμια ανάπτυξη ανέκαμψε στο 5,4% από -0,1% το 2009.
Η ένταση της ανάκαμψης, που προβλέπεται για το 2021, εξαρτάται, σύμφωνα και με το ΔΝΤ, από την αποκλιμάκωση της πανδημίας κατά το β’ εξάμηνο του 2020, τονίζει το ΔΝΤ στην έκθεσή του, κάτι που θα επιτρέψει τη σταδιακή χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων και την αποκατάσταση της καταναλωτικής και επενδυτικής εμπιστοσύνης.
Όπως σημειώνει το Ταμείο, έχουν ήδη ληφθεί σημαντικές ενέργειες οικονομικής πολιτικής σε όλον τον κόσμο, που επικεντρώνονται στη διευκόλυνση των απαιτήσων για τη δημόσια υγεία, περιορίζοντας ταυτόχρονα την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και του χρηματοπιστωτκού συστήματος. Η προβλεπόμενη ανάκαμψη υποθέτει πως αυτές οι ενέργειες πολιτικής θα είναι αποτελεσματικές στην αποτροπή εκτεταμένων χρεοκοπιών επιχειρήσεων, εκτεταμένης απώλειας θέσεων εργασίας και συστημικών χρηματοπιστωτικών πιέσεων.
Το βασικό σενάριο
Πανδημία: Θα εξασθενίσει στο β’ εξάμηνο του 2020, δίνοντας τη δυνατότητα για μια σταδιακή άρση των μέτρων περιορισμού
Διάρκεια shutdown: Δεδομένου ότι μέχρι το τέλος Μαρτίου του 2020 ο κορωνοϊός είχε εξαπλωθεί στις περισσότερες χώρες, οι προβλέψεις για την παγκόσμια ανάπτυξη υποθέτουν πως όλες οι χώρες βιώνουν διαταράξεις στην οικονομική τους δραστηριότητα. Οι διαταράξεις θεωρείται πως συγκεντρώνονται κυρίως το β’ τρίμηνο του 2020 για όλες σχεδόν τις χώρες, εκτός της Κίνας (που επηρεάστηκε περισσότερο το α’ τρίμηνο), με μια σταδιακή ανάκαμψη μετά από αυτό, καθώς θα χρειαστεί κάποιος χρόνος για να ενισχυθεί η παραγωγή μετά το σοκ.
Χρηματοπιστωτικές συνθήκες: Οι δύσκολες χρηματοπιστωτικές συνθήκες για τις αναπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες αναμένεται να διατηρηθούν κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους και να χαλαρώσουν το β’ εξάμηνο, εάν υπάρξει σταδιακή ομαλοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Τιμές εμπορευμάτων: Με βάση την τιμολόγηση στην αγορά των futures στο τέλος Μαρτίου 2020, η μέση τιμή spot του πετρελαίου εκτιμάται στα 35,60 δολάρια το βαρέλι φέτος και στα 37,9 δολάρια το 2021.
Μπορεί και… χειρότερα
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι ακόμα και μετά τη σοβαρή υποβάθμιση της παγκόσμιας ανάπτυξης, οι κίνδυνοι για τις προοπτικές παραμένουν πτωτικά. Η πανδημία θα μπορούσε να αποδειχθεί πιο επίμονη από τις υποθέσεις που περιλαμβάνονται στο βασικό σενάριο, ενώ οι επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στην οικονομική δραστηριότητα και τις χρηματαγορές θα μπορούσαν να αποδειχθούν πολύ ισχυρότερες και μεγαλύτερης διάρκειας, δοκιμάζοντας τα όρια των κεντρικών τραπεζών στην προστασία των χρηματοπιστωτικών συστημάτων και αυξάνοντας περισσότερο το δημοσιονομικό βάρος του σοκ. Φυσικά, γράφει το ΔΝΤ, εάν βρεθεί νωρίτερα του αναμενόμενου κάποια θεραπεία ή ένα εμβόλιο, τότε τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης μπορούν να αρθούν και η ανάκαμψη μπορεί να έρθει πιο γρήγορα από το αναμενόμενο.
Στις αρχές Απριλίου του 2020 η πορεία της πανδημίας του Covid-19 παραμένει αβέβαιη. Οι ισχυρές προσπάθειες περιορισμού που εφαρμόζονται για να επιβραδυνθεί η εξάπλωση του ιού μπορεί να χρειαστεί να παραμείνουν σε ισχύ και μετά το πρώτο εξάμηνο του έτους, εάν η πανδημία αποδειχθεί να είναι πιο επίμονη από αυτήν που προβλέπεται στο βασικό σενάριο των Παγκόσμιων Οικονομικών Προβλέψεων.
Όταν αρθούν οι προσπάθειες περιορισμού και ο κόσμος αρχίσει να κινείται πιο ελεύθερα, ο ιός θα μπορούσε και πάλι να εξαπλωθεί ταχύτατα από τοπικά clusters. Επιπλέον, περιοχές που μειώνουν επιτυχώς την εξάπλωση εντός της κοινότητάς τους, θα μπορούσαν να είναι ευάλωτες σε νέες «εισερχόμενες» μολύνσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα μέτρα δημόσιας υγείας θα πρέπει και πάλι να ενισχυθούν, οδηγώντας σε πιο μακροχρόνια κάμψη από αυτήν που προβλέπεται στο βασικό σενάριο. Και ενώ η ασθένεια επικεντρώνεται περισσότερο στις αναπτυγμένες οικονομίες, η εμφάνιση νέων κρουσμάτων σε μεγάλες αναδυόμενες αγορές ή αναπτυσσόμενες οικονομίες θα μπορούσε να εμποδίσει περαιτέρω την όποια ανάπτυξη, ενώ η φύση της επιδημίας θα μπορούσε να υποδηλώσει μεγαλύτερης διάρκειας διαταράξεις στα ταξίδια.
Η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας θα μπορούσε να είναι πιο αδύναμη του αναμενόμενου μετά την επιβράδυνση της εξάπλωσης του ιού για διάφορους άλλους λόγους, όπως η αβεβαιότητα που αισθάνεται ο κόσμος για την μετάδοση, η αποτυχία βελτίωσης της εμπιστοσύνης, οι διαρθρωτικές μεταβολές στη συμπεριφορά επιχειρήσεων και νοικοκυριών, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περισσότερες και μεγαλύτερης διάρκειας διαταράξεις στην αλυσίδα προμηθειών και σε αδυναμία της συνολικής ζήτησης.
Ανάγκη περιορισμού της επίπτωσης του υγειονομικού σοκ
Καθώς η οικονομική επίπτωση αντανακλά ιδιαίτερα έντονα σοκ σε συγκεκριμένους τομείς, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να εφαρμόσουν ουσιαστικά στοχευμένα δημοσιονομικά, νομισματικά και χρηματοπιστωτικά μέτρα για να βοηθήσουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που επηρεάζονται.
Το ΔΝΤ μιλάει μεταξύ άλλων για ανάγκη ευμεγέθων στοχευμένων δημοσιονομικών μέτρων, σημειώνοντας πως στόχος της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι διπλός: να αμβλύνει την επίπτωση στα πιο εκτεθειμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, και να διατηρήσει τις οικονομικές σχέσεις (ιδιαίτερα μέσω της μείωσης του κλεισίματος επιχειρήσεων) για την μετά την κρίση περίοδο. Οι συγκεκριμένες πολιτικές θα πρέπει να είναι μεγάλες, έγκαιρες, προσωρινές και στοχευμένες, τονίζει το ταμείο.
Επίσης, πρέπει να υπάρχουν προβλέψεις ρευστότητας και πιστωτικές εγγυήσεις. Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να παράσχουν επαρκή ρευστότητα στις τράπεζες και σε εταιρείες εκτός χρηματοπιστωτικού κλάδου, ιδιαίτερα σε αυτές που παρέχουν δάνεια σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις που μπορεί να είναι λιγότερο προετοιμασμένες να αντέξουν μια έντονη διαταραχή.
Το Ταμείο προτείνει ακόμα ευρύτερα μέτρα τόνωσης. Οι κεντρικές τράπεζες στις αναπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες έχουν αντιδράσει επιθετικά στην απότομη παύση της πραγματικής δραστηριότητας και στην ταχύτατη σύσφιξη των χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Πέραν των συμβατικών μειώσεων επιτοκίων, αρκετές κεντρικές τράπεζες έχουν επεκτείνει σημαντικά τα προγράμματα αγοράς τίτλων (όπως π.χ. η ΕΚΤ με το ύψους 750 δισ. ευρώ έκτακτο πρόγραμμα για τις αγορές εταιρικών και κρατικών τίτλων) και έχουν ενεργοποιήσει γραμμές swap, παίζοντας κρίσιμο ρόλο στον περιορισμό της μεγιστοποίησης του σοκ και στη διασφάλιση πως η οικονομική δραστηριότητα θα είναι σε καλύτερη θέση να ανακάμψει όταν αρθούν σταδιακά τα περιοριστικά μέτρα.
Πολιτικές για την φάση της ανάκαμψης
Όταν η πανδημία υποχωρήσει και τα μέτρα περιορισμού αρθούν, τότε το επίκεντρο της πολιτικής θα πρέπει να αλλάξει και να συγκεντρωθεί στην ταχεία ανάκαμψη, περιορίζοντας παράλληλα σταδιακά τα ειδικά στοχευμένα μέτρα που εφαρμόζονται την περίοδο της κάμψης και διασφαλίζοντας πως τα χρέη δεν θα επιβαρύνουν την οικονομική δραστηριότητα.
Η άρση των περιοριστικών μέτρων πιθανότατα θα είναι σταδιακή, και ακόμα και όταν αυτά αρθούν τελείως, η οικονομική δραστηριότητα μπορεί να χρειαστεί κάποιον χρόνο για να ομαλοποιηθεί. Εκτιμά πως η ευρεία νομισματική και δημοσιονομική τόνωση εκεί που υπάρχει περιθώριο –μια τόνωση που θα γίνει με παγκόσμιο συντονισμό προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η επίδρασή της- θα είναι πιο αποτελεσματική για να ενισχυθούν οι δαπάνες στη φάση της ανάκαμψης.
Επίσης, θεωρεί πως τα προσωρινά και στοχευμένα δημοσιονομικά και χρηματοπιστωτικά μέτρα που βοηθούν στη διατήρηση των οικονομικών σχέσεων κατά τη διάρκεια της κάμψης, θα χρειαστεί να καταργηθούν καθώς οι υποβόσκοντες περιορισμοί θα αίρονται σταδιακά και θα η ανάκαμψη θα βρίσκεται σταθερά σε εξέλιξη –μια διαδικασία που ωστόσο μπορεί να είναι παρατεταμένη.
Θα πρέπει επίσης να υπάρξει διόρθωση στους ισολογισμούς και αναδιάρθρωση χρέους. Οι εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να ενθαρρύνουν την άμεση και ενεργητική αναγνώριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Μια στρατηγική που διευκολύνει την αποτελεσματική διαχείριση του χρέους υπερχρεωμένων εκδοτών θα πρέπει να περιλαμβάνει την ενισχυμένη ρυθμιστική επίβλεψη, βήματα για την ενίσχυση του πλαισίου για τις χρεοκοπίες, καθώς και μέτρα για τη διευκόλυνση της ανάπτυξης μιας αγοράς για τα χρέη που οφείλουν οι υπερχρεωμένοι εκδότες (distressed debt market). Τα πτωχευτικά δικαστήρια καθώς και οι εξωδικαστικοί μηχανισμοί αναδιάρθρωσης με ανεξάρτητους ειδήμονες σε θέματα αναδιάρθρωσης θα πρέπει να κινηθούν ταχύτατα για την εκτίμηση των αποτιμήσεων και τον καταμερισμό των απωλειών στις τράπεζες, τους επενδυτές και τις επιχειρήσεις. Επίσης, οι θεμελιωδώς μη βιώσιμες εταιρείες θα πρέπει να λυθούν, προκειμένου να αποφευχθεί η επίμονη λανθασμένη κατανομή πόρων, με το κοινωνικό κόστος της ρευστοποίησης να απορροφάται από το ευρύτερο δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας (επιδόματα ανεργίας, επανεκπαίδευση και βοήθεια στην εύρεση εργασίας μέσω των υπηρεσιών απασχόλησης).