Ο πολιτιστικός τουρισμός είναι μια μορφή τουρισμού που αφορά ανθρώπους που επιλέγουν να επισκεφθούν και να γνωρίσουν έναν τόπο, ορμώμενοι από το ενδιαφέρον που παρουσιάζει ως προς το πολιτιστικό του απόθεμα. Αυτό σημαίνει ότι ένας προορισμός είναι πλούσιος σε αρχαιολογικούς χώρους, μνημεία, μουσεία, γκαλερί κτλ. Ελλάδα δηλαδη..
Όσες φορές κι αν ακούμε ότι το δίπτυχο “Ήλιος-Θάλασσα” δεν αρκεί για την περαιτέρω ανάπτυξη του τουρισμού στη χώρα μας, άλλες τόσες φορές ακούμε ότι είναι ανάγκη να εστιάσουμε και σε άλλες μορφές τουρισμού, οι οποίες συχνά περιλαμβάνονται στη φράση “εναλλακτικός τουρισμός”.
Η φράση αυτή επαναλαμβάνεται αρκετά και εντοπίζεται κυρίως σε ομιλίες πολιτικών προσώπων και εκπροσώπων φορέων. Ωστόσο οι τουρίστες που επιλέγουν τη χώρα μας, στην συντριπτική τους πλειοψηφία έρχονται για να απολαύσουν τα γαλάζια νερά και τον υπέροχο μεσογειακό ήλιο. Και καλώς πράττουν από την πλευρά τους.
Από τη δική μας πλευρά όμως, δημιουργείται μείζον ζήτημα. Διότι όταν αναφερόμαστε σε αύξηση του αριθμού των τουριστών και επιζητούμε επιπλέον έσοδα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψιν ότι αυτό δεν είναι εφικτό να συμβεί, με την αύξηση του αριθμού των τουριστών σε περιόδους αιχμής ή αλλιώς αυτού που εμείς ως επαγγελματίες του τουρισμού χαρακτηρίζουμε τουριστική σεζόν, η οποία περιορίζεται ως επί το πλείστον στους καλοκαιρινούς μήνες.
Άλλωστε όπως έχουν δείξει σχετικές μελέτες αλλά και σύμφωνα με τα στοιχεία , οι υποδομές της χώρας μας δεν μπορούν να αντέξουν σε όλες τις περιοχές μεγαλύτερο αριθμό τουριστών, αφενός γιατί κάποιες περιοχές δεν έχουν την ίδια ανάπτυξη και κάποιες άλλες έχουν ήδη πολύ μεγάλο αριθμό τουριστών σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Την ίδια στιγμή πρέπει να λάβουμε υπόψιν και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, καθώς πλέον όταν αναφερόμαστε σε ανάπτυξη δεν νοείται να μην επιδιώκουμε τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Ποια είναι συνεπώς η επόμενη μέρα και πώς εμείς ως τουριστικοί πράκτορες θα συμβάλουμε σε αυτό που λέγεται επιμήκυνση της τουριστικής σεζόν αλλά και στην βελτίωση της ποιότητας των τουριστών, ώστε να αυξηθεί ο αριθμός τους και συγχρόνως να διαχυθεί και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας -όχι μόνο στις πιο δημοφιλείς- και σε άλλες χρονικές περιόδους;
Εκτιμώ ότι αυτό θα συμβεί αν πραγματικά εστιάσουμε στο μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της χώρας: Τον πολιτισμό της. Η Ελλάδα ήταν και θα είναι η χώρα που γέννησε τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία, τη θρησκεία και άφησε μεγάλο κληροδότημα σε όλη την ανθρωπότητα. Οι αρχαιολογικοί χώροι, τα σημαντικά μνημεία, η τέχνη, η μυθολογία, η γαστρονομία αποτελούν μάρτυρες αυτής της διαδρομής στο χρόνο και της μακραίωνης ιστορίας. Η Ελλάδα συνολικά μετρά 18 μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς ενώ μόνο η Θεσσαλονίκη έχει 15 παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία Unesco. Τα τελευταία χρόνια γίνονται αρκετές προσπάθειες για να γίνουν τόσο τα μνημεία, όσο και τα μουσεία πιο ευέλικτα και να λειτουργούν με σύγχρονους τρόπους. Τα ωράρια λειτουργίας παραμένουν πάντα ένα “αγκάθι” καθώς συχνά γίνεται λόγος για “έλλειψη προσωπικού” ενώ ο εκσυγχρονισμός των συστημάτων άρχισε να εμφανίζεται πολύ πρόσφατα και μετά από μεγάλο αγώνα που έδωσε η FEDHATTA, με το ηλεκτρονικό εισιτήριο και άλλες δράσεις. Σε όλα αυτά εμείς οι τουριστικοί πράκτορες είμαστε απλώς θεατές, καθώς δεν μπορούμε να παρέμβουμε άμεσα στο έργο των αρχαιολογικών υπηρεσιών και αυτό δημιουργεί εμπόδια στο να οργανώσουμε καλύτερα το τουριστικό πακέτο και τις ξεναγήσεις. Την ίδια ώρα, ιδέες καινοτόμες που “πέφτουν κατά καιρούς στο τραπέζι” συνεδρίων και άλλων συζητήσεων για διοργάνωση εκδηλώσεων σε μουσεία ή άλλους χώρους, γαστρονομικά events και φεστιβάλ προκαλούν άγχος στους υπεύθυνους αλλά περισσότερο σε εμάς που ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι να υλοποιηθούν. Παρόλα αυτά οι συγκεκριμένοι τουρίστες είναι άνθρωποι συνήθως με υψηλό budget και έχουν τη δυνατότητα να δαπανήσουν στο ταξίδι τους χρήματα για να απολαύσουν μια παράσταση, μια ιδιαίτερη ξενάγηση ή ένα ξεχωριστό γεύμα.
Ωστόσο, υπάρχει η δυνατότητα να εξερευνήσουμε άλλες πτυχές που ακουμπούν στον πολιτισμό και να τις αναπτύξουμε. Όπως εκείνες που αφορούν στην τέχνη και τη μουσική , κάτι που για παράδειγμα η Θεσσαλονίκη πέτυχε με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου , η Κέρκυρα και η Καλαμάτα με το Διεθνές Φεστιβάλ Χορωδιών. Στο ίδιο πλαίσιο, θα μπορούσε να ενισχυθεί και να υποστηριχθεί από την τοπική αυτοδιοίκηση η διοργάνωση μουσικών events για την προσέλκυση επισκεπτών. Παραδείγματα πετυχημένων τέτοιων πρωτοβουλιών υπάρχουν αλλά δεν είναι αρκετά. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια μπορεί να διαδραματίσει ο τομέας της γαστρονομίας και των αντίστοιχων φεστιβάλ που σχετίζονται με τις τοπικές γεύσεις, την οινοπαραγωγή και τα παραδοσιακά προϊόντα. Άλλωστε η κουζίνα κάθε τόπου αποτελεί μωσαϊκό γεύσεων που δημιουργήθηκε στο πέρασμα των χρόνων μέσα από τη σύνθεση τη κουλτούρας των ανθρώπων που πέρασαν ή έζησαν σε αυτόν.
Βάσει των παραπάνω δεδομένων, όπου απλώς παραθέσαμε ορισμένα παραδείγματα για το πώς μπορεί να λειτουργήσει η δημιουργία εκδηλώσεων σε πιο “ήσυχους” τουριστικά μήνες, ως πόλος έλξης αλλά και την ανάγκη να αλλάξει το μοντέλο λειτουργίας των μουσείων και αρχαιολογικών χώρων, παρατηρούμε ότι υπάρχει ουσιαστική ανάγκη για αλλαγές και ένα σχέδιο δράσης. Δεν αρκεί να μιλάμε για θεματικό, εναλλακτικό ή πολιτιστικό τουρισμό όταν δεν γίνονται παράλληλα προσπάθειες να το υποστηρίξουμε. Εμείς ως τουριστικοί πράκτορες μπορούμε να συνδράμουμε δημιουργώντας ειδικά πακέτα και καταθέτοντας τις προτάσεις μας, με δεδομένο ότι είμαστε το “αυτί” του πελάτη. Άραγε υπάρχουν ευήκοα ώτα να μας ακούσουν;
Γράφει η Βασιλική Σκάγια, Μέλος του Δ.Σ. του ΗΑΤΤΑ (Συνδέσμου των εν Ελλάδι Τουριστικών και Ταξιδιωτικών Γραφείων), μέλους της Ομοσπονδίας FedHATTA