Αρχική Ειδήσεις στα Ελληνικά Λαϊκό τραγούδι – Ρεμπέτικο: Η μεγάλη κληρονομιά του Βασίλη Τσιτσάνη

Λαϊκό τραγούδι – Ρεμπέτικο: Η μεγάλη κληρονομιά του Βασίλη Τσιτσάνη

Στα Τρίκαλα, λειτουργεί το Μουσείο Βασίλη Τσιτσάνη.  Για την ακρίβεια πρόκειται για ένα μουσείο, με δύο μουσειακούς χώρους. Το μουσείο λειτουργεί στο κτίριο των παλαιών φυλακών Τρικάλων, δίπλα στον Ληθαίο ποταμό και μερικά μέτρα από το Κουρσούμ Τζαμί, πάνω από τα οθωμανικά λουτρά. Η χριστιανική εκκλησία κλείνει την τετραλογία πολιτισμού.

Το κυρίαρχο με το κτίριο στο οποίο στεγάζεται το Μουσείο Τσιτσάνη, στα Τρίκαλα με το κτίριο δηλαδή των παλαιών φυλακών είναι ότι έχει μία ιδιαίτερη αύρα. Έχει ψυχή το ίδιο το κτίριο. Αφουγκράζεσαι μέσα σε αυτό την ιστορία του, από τον 16ο αιώνα ακόμη και το οθωμανικό χαμάμ, που ανέδειξε η αρχαιολογική σκαπάνη στο ισόγειο του κτιρίου, μέχρι τα χρόνια της νεότερης ιστορίας, τότε που στο κτίριο λειτουργούσαν οι φυλακές, διαχρονικά για ποινικούς κρατούμενους. Στα χρόνια του εμφυλίου όμως και της δικτατορίας στις φυλακές Τρικάλων βρέθηκαν και πολιτικοί κρατούμενοι. Ο καπετάν Κόζιακας ήταν στις φυλακές Τρικάλων

Βασίλης Τσιτσάνης
18 Ιανουαρίου 1915 – 18 Ιανουαρίου 1984

Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές του 20ού αιώνα στο ρεμπέτικο και στο λαϊκό τραγούδι. 

Ο Τσιτσάνης με τη μουσική του διαλύει την αμφισβήτηση της λαϊκότητας του ρεμπέτικου τραγουδιού

Γεννήθηκε στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες. Ο πατέρας του, με το μαντολίνο του έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του.

Τα πρώτα ακούσματα του Β.Τσιτσάνη τον ώθησαν να γίνει στρατιώτης της μουσική και να μας αφήσει μια πλούσια παρακαταθήκη στο ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι. 

Τα χρόνια του εμφυλίου

Η πληγή του εμφυλίου πολέμου δεν τον αφήνει ανεπηρέαστο και πολλές από τις συνθέσεις του, παρά τον φόβο της λογοκρισίας, περνούν το μήνυμά τους και γίνονται ύμνος στα χείλια όλων των αντιμαχομένων. Το «Κάνε λιγάκι υπομονή», το «Η κοινωνία βαριά στενάζει», η «Συννεφιασμένη Κυριακή» είναι αντιπροσωπευτικά δείγματα εκείνης της εποχής.
 
Ο ίδιος ο Τσιτσάνης έλεγε για το «Κάποια μάνα αναστενάζει» ότι: « Η σειρά, η ουρά των μανάδων από την οδό Λυκούργου, όπου ήταν το πρατήριο της Κολούμπια, έφτανε μέχρι την Ομόνοια. Γεγονός είναι ‘ότι κανένας δίσκος, ούτε από συλλέκτες, βρέθηκε σε καλή κατάσταση από τους 35.000-40.000 που έχουν πουληθεί. Όλοι είναι καταφαγωμένοι. Γι’ αυτό ειδικά το τραγούδι πρέπει να πω ότι από μουσικής πλευράς το θεωρώ από τις κορυφαίες μουσικές μου συνθέσεις». Κάποιες φορές μάλιστα οι αριστεροί αλλάζουν τη στροφή που λέει «(…) ο λεβέντης να γυρίσει από τη μαύρη ξενιτιά» και την κάνουν «(…) ο λεβέντης να γυρίσει από τη μαύρη Ικαριά». 

Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια. Η “Αρχόντισσα” είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ’ αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα “Να γιατί γυρνώ”, “Γι ‘αυτά τα μαύρα μάτια σου” και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος Λαϊκού τραγουδιού το οποίο αποτείνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι που ενδιαφέρει ένα περιορισμένο κύκλο ακροατών.
 
Μ’ αυτά απαντά στην λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Τα χρόνια της κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. “Αχάριστη”, “Μπαξέ τσιφλίκι”, “Τα πέριξ”, “Νύχτες μαγικές”, “Ζητιάνος της αγάπης”, “Ντερμπεντέρισσα” και βέβαια τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”.
 
Πολλά στοιχεία αντλήθηκαν από κατά καιρούς σε συνεντεύξεις του μεγάλου συνθέτη στον Κώστα Χατζηδουλή, καθώς και από το τεύχος – αφιέρωμα του περιοδικού «Λαϊκό Τραγούδι» στον Βασίλη Τσιτσάνη όσον αφορά τις επιλογές του στήριξης στο αντιστασιακό κίνημα. Δεν εντάχθηκε ποτέ αλλά με όποιον τρόπο μπορούσε έπαιρνε θέση καθώς πορευόταν στη ζωή του με το σύνθημα « Τραγουδάμε και πολεμάμε». Χαρακτηριστικά είχε αναφέρει πως «Ο μεγάλος δάσκαλος μπορεί να αρνείται την πολιτική ένταξη, αλλά δεν αρνείται να πάρει θέση για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου: «Πρώτον, και να ήμουνα, δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπομαι, διότι δεν είναι ρετσινιά. Ε; Τιμή είναι. Διότι οι ΕΑΜίτες δεν υπήρξαν προδότες, δεν συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Συνεννοηθήκαμε;». Ο Τσιτσάνης με τη μουσική του όχι μόνο διαλύει και την τελευταία αμφισβήτηση της λαϊκότητας του ρεμπέτικου τραγουδιού, αλλά γίνεται ταυτόσημο του αγώνα και της λαϊκής παράδοσης για την Αριστερά.
 
Χωρίς ποτέ να αποδεχτεί κάποια απ’ τις εποχιακές “μόδες”, παρουσιάζει πάντα κάποια τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του, αν και ανήκουν σε νεότερα χρόνια κι έχουν επιρροές απ’ τον κυρίαρχο ήχο αυτών. Τραγούδια του ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κι από κάποιο σημείο και κάτω, κατ’ εξοχήν ο ίδιος. Απ’ αυτά ν’ αναφέρουμε ενδεικτικά : “Ίσως αύριο (1958), “Τα λιμάνια” (1962), “Τα ξένα χέρια”(1962), “Μείνε αγάπη μου κοντά μου”(1962), “Κορίτσι μου όλα για σένα”(1967).
Πεθαίνει στις 18 Ιανουαρίου 1984 στο Λονδίνο, όπου βρισκόταν για εγχείρηση, και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.