Στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά παρουσιάστηκε, τη Τρίτη, η πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του ΙΟΒΕ για την συμβολή των Ακτοπλοϊκών μας συγκοινωνιών στην Ελληνική Οικονομία. Την μελέτη παρουσίασε ο Γενικός Διευθυντής του ιδρύματος Καθηγητής Ν. Βέττας.
Ο σκοπός της μελέτης είναι να αποτυπώσει τη συνολική συμβολή του κλάδου της ακτοπλοΐας στην ελληνική οικονομία, λαμβάνοντας υπόψη τις καταλυτικές του επιδράσεις μέσω του τουρισμού και της μεταφοράς προϊόντων στην οικονομία της νησιωτικής Ελλάδας, και να αναλύσει τα ζητήματα σχετικά με την καλύτερη αξιοποίηση του δυναμικού του κλάδου. Η μελέτη αφορά το σύνολο της επιβατηγού ναυτιλίας, εκτός από τις πορθμειακές γραμμές στις οποίες πραγματοποιούνται διαδρομές μικρών αποστάσεων.
Σας παραθέτουμε περίληψη της μελέτης:
Η ελληνική ακτοπλοΐα, επιτελώντας το σημαντικό έργο της διασύνδεσης της ηπειρωτικής χώρας με τη νησιωτική Ελλάδα, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη. Οι κυριότερες ακτοπλοϊκές επιχειρήσεις διαθέτουν σύγχρονο στόλο πλοίων με μεγάλη χωρητικότητα, ως αποτέλεσμα των επενδύσεων σε νεότευκτα πλοία και την απόσυρση παλαιότερων κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας.
Μετά το 2009 ο κλάδος βρέθηκε αντιμέτωπος με δύο ταυτόχρονες και ισχυρές εξωγενείς διαταραχές: την αύξηση των διεθνών τιμών των καυσίμων και την κατακόρυφη πτώση της επιβατικής κίνησης λόγω της κρίσης της ελληνικής οικονομίας, αλλά και σε σχετικά μικρότερο βαθμό, της Ευρωπαϊκής οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ζήτηση ακτοπλοϊκών υπηρεσιών υποχώρησε μεταξύ 2009 και 2012 κατά -24% στους επιβάτες και κατά -29% στα ΙΧ αυτοκίνητα (με ενδείξεις σταθεροποίησης το 2013), ενώ το κόστος καυσίμων αποτελεί πλέον περισσότερο από το ήμισυ του κύκλου εργασιών του κλάδου. Η δυνατότητα προσαρμογής σε αυτές τις εξωγενείς διαταραχές εμποδίστηκε σε μεγάλο βαθμό και από περιορισμούς στο ρυθμιστικό περιβάλλον.
Οι εξελίξεις αυτές αντανακλώνται στα οικονομικά αποτελέσματα του κλάδου, τα οποία είναι δυσμενή. Η συρρίκνωση του κύκλου εργασιών συνδυάσθηκε με σημαντικές αυξήσεις των λειτουργικών εξόδων οδηγώντας σε μεγάλες ζημιές. Η ρευστότητα είναι περιορισμένη και η δανειακή πίεση υψηλή. Κατά συνέπεια δημιουργούνται βάσιμα ερωτήματα για τη βιωσιμότητα ορισμένων επιχειρήσεων του κλάδου και τη δυνατότητα του υφιστάμενου συστήματος να παρέχει τις απαιτούμενες ακτοπλοϊκές υπηρεσίες τα επόμενα χρόνια, παρά τη βελτίωση που σημειώθηκε στους χρηματοοικονομικούς δείκτες το 2013. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα έχει ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες για την εθνική οικονομία, καθώς η επιβατηγός ναυτιλία συνεισφέρει στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα με τη διακίνηση επιβατών και οχημάτων, λειτουργεί όμως και υποστηρικτικά στην ανάπτυξη άλλων κλάδων δραστηριότητας, ειδικά στις νησιωτικές περιφέρειες της χώρας.
Από την ανάλυση προέκυψε ότι σε όρους ΑΕΠ η συνεισφορά στην οικονομία από τη ζήτηση για ακτοπλοϊκές μεταφορές στο εσωτερικό της χώρας το 2013 εκτιμάται σε περίπου 1,5 δισ. ευρώ, ενώ σε όρους απασχόλησης διαμορφώνεται σε 21,4 χιλ. θέσεις εργασίας (εκ των οποίων περίπου 5 χιλ. εκτιμάται ότι απασχολούνται στα πλοία και στα γραφεία των ακτοπλοϊκών επιχειρήσεων). Ωστόσο, σημαντικά υψηλότερη είναι η συνεισφορά από τις καταλυτικές επιδράσεις που συνδέονται με τον τουρισμό και την ανάπτυξη του πρωτογενή και μεταποιητικού τομέα στις νησιωτικές περιφέρειες της χώρας. Η οικονομία των νησιών στηρίζεται στον τουρισμό, το εμπόριο και τη γεωργία, δηλαδή σε κλάδους που εξαρτώνται άμεσα από την απρόσκοπτη διασύνδεση των νησιών με την ηπειρωτική χώρα και κατά συνέπεια συνδέονται στενά με την ακτοπλοΐα. Συνδυάζοντας την επίδραση από τη ζήτηση για ακτοπλοϊκές μεταφορές με τις καταλυτικές επιδράσεις, η συνολική συνεισφορά της εγχώριας ακτοπλοΐας εκτιμάται, σε όρους ΑΕΠ, σε 11,8 δισ. ευρώ ή 6,5% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας το 2013, ενώ σε όρους απασχόλησης ανέρχεται σε 260 χιλ. θέσεις εργασίας (ή 7,2% της συνολικής απασχόλησης), μέγεθος το οποίο αντιστοιχεί σε περίπου το ήμισυ της απασχόλησης στις νησιωτικές περιφέρειες.
Δεδομένων των υφιστάμενων συνθηκών είναι απαραίτητος ο εξορθολογισμός της δυναμικότητας του κλάδου και των δρομολογίων. Ήδη εταιρίες του κλάδου βρίσκονται σε συζητήσεις με τράπεζες για την αναδιάρθρωση των δανείων τους. Αυτό θα αποτελέσει το πρώτο βήμα σε μια προσπάθεια διάσωσης του κλάδου.
Η προσαρμογή του κλάδου στα νέα δεδομένα απαιτεί συνεχείς προσπάθειες περιορισμού του κόστους εκμετάλλευσης με διατήρηση της καλύτερης δυνατής εξυπηρέτησης των χρηστών ακτοπλοϊκών υπηρεσιών. Βραχυπρόθεσμα θα είναι αποτελεσματικά κάποια μέτρα τόνωσης της ζήτησης μέσω μείωσης των εκτός καθαρών ναύλων χρεώσεων, όμως ταυτόχρονα απαιτείται να επανακαθοριστούν αρκετές παράμετροι που συνδέονται με το ακτοπλοϊκό ζήτημα, ιδίως σε ό,τι αφορά το πλαίσιο που ρυθμίζει τη λειτουργία της ακτοπλοΐας. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνονται ενδεικτικά τα εξής:
Μείωση κόστους λειτουργίας πλοίου. Με δεδομένο ότι το κόστος καυσίμων καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό εξωγενώς1 η μείωση του κόστους λειτουργίας μπορεί να επιτευχθεί με μείωση του κόστους επανδρώσεως (μέσω π.χ. της επιδότησης ασφαλιστικών εισφορών), με συνθέσεις πληρωμάτων που ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των πλοίων, με κατάργηση της ελληνομάθειας για το προσωπικό που σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις δεν σχετίζεται με την ασφαλή λειτουργία του πλοίου, με μείωση του χρόνου υποχρεωτικής δρομολόγησης στις τακτικές γραμμές (με ανάλογη αποζημίωση σε άλλη περίπτωση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας και αντίστοιχη προσαρμογή του υποχρεωτικού χρόνου διατήρησης του πληρώματος με πρόβλεψη παροχής επιδόματος ανεργίας σε ναυτικούς).
Εξέταση της δυνατότητας κατάργησης του επίναυλου, μείωσης των λιμενικών τελών όπου δεν υπάρχει ανταποδοτικότητα υπηρεσιών και αναθεώρησης του καθεστώτος υποχρεωτικών εκπτώσεων σε κατηγορίες χρηστών.
Εξέταση της δυνατότητας μείωσης των συντελεστών ΦΠΑ στα εισιτήρια της ακτοπλοΐας. Με βάση τρία σενάρια εκτιμήθηκε ότι η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (πλήρης μετακύλιση της μείωσης του ΦΠΑ στις τιμές των εισιτηρίων) θα τονώσει τη ζήτηση ακτοπλοϊκών υπηρεσιών και θα έχει θετική επίδραση στον κλάδο και στην οικονομική δραστηριότητα στα νησιά. Επιπλέον, οι απώλειες εσόδων από το ΦΠΑ στα ναύλα εκτιμάται ότι αντισταθμίζονται από τα έσοδα που προκύπτουν από την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας στις νησιωτικές περιφέρειες της χώρας, αρκεί η πρόσθετη ζήτηση για τουρισμό που δημιουργείται εκεί να μην οδηγεί σε ισοδύναμη πτώση της ζήτησης στις ηπειρωτικές περιοχές και η έκταση της φοροδιαφυγής να μην ξεπερνά το 60% των δυνητικών επιπλέον εσόδων από ΦΠΑ στα νησιά. Επομένως, εκτιμάται πως υπό συγκεκριμένες υποθέσεις η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ σε εισιτήρια επιβατών και Ι.Χ. οχημάτων δεν θα είχε αρνητικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Εκσυγχρονισμός του συστήματος έκδοσης εισιτηρίων. Η σταδιακή αύξηση της χρήσης νέων τεχνολογιών από το καταναλωτικό κοινό, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση των πληροφοριακών συστημάτων των ακτοπλοϊκών εταιριών και την προσαρμογή του θεσμικού πλαισίου, μπορεί να διευκολύνει την υιοθέτηση του συστήματος ηλεκτρονικού εισιτηρίου και στην ακτοπλοΐα, κατά τα πρότυπα των αερομεταφορών. Με τις κατάλληλες προσαρμογές και υπό την προϋπόθεση επίλυσης των ειδικών ζητημάτων που δημιουργούνται (π.χ. σε σχέση με τις δυνατότητες των λιμενικών υποδομών και τη διαχείριση του πλήθους επιβατών και οχημάτων), η εξυπηρέτηση των επιβατών θα καταστεί καλύτερη, ενώ οι εταιρίες θα μπορέσουν να εξοικονομήσουν πόρους, αλλά και να επεκτείνουν την εφαρμογή δυναμικών συστημάτων τιμολόγησης που θα τους επιτρέψουν τελικά την πιο αποδοτική διαχείριση των εσόδων τους. (Ήδη βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο επεξεργασίας τα σχέδια εκσυγχρονισμού του συστήματος έκδοσης παραστατικών θαλάσσιας μεταφοράς και το σχετικό προεδρικό διάταγμα αναμένεται να εκδοθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα.)
Αναδιοργάνωση ακτοπλοϊκού συστήματος. Επανασχεδιασμός του ακτοπλοϊκού δικτύου σύμφωνα με τον οποίο θα εξυπηρετούνται οι ανάγκες και θα αξιοποιούνται καλύτερα οι πόροι που διατίθενται για την αποζημίωση των μη εμπορικών γραμμών. Αυτό σημαίνει επανεξέταση των γραμμών που επιδοτούνται με έμφαση στην απάντηση των παρακάτω ενδεικτικών ερωτημάτων: Καλύπτονται οι ανάγκες από γραμμές ελεύθερης δρομολόγησης; Υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι σύνδεσης (π.χ. οδικής μεταξύ λιμανιών του ίδιου νησιού); Εμπίπτουν οι γραμμές στις ελάχιστες απαιτήσεις σύνδεσης; Ποιο είναι το κόστος ανά επιβάτη; Σημαίνει επίσης ενδεχόμενη πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος ελεύθερης δρομολόγησης για δύο ή τρεις περιόδους ανά έτος.
Επανεξέταση συστήματος αποζημίωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε όλα τα μέσα μεταφοράς (ακτοπλοΐα, αερομεταφορές κ.λπ.). Πρέπει να εξεταστούν συνολικά οι αποζημιώσεις που δίνονται για την παροχή υπηρεσιών δημοσίου συμφέροντος, ώστε να συγκεντρώνονται και αποδίδονται από τον κρατικό προϋπολογισμό οι απαιτούμενοι πόροι με ισότιμη μεταχείριση των χρηστών. Ειδικές μελέτες έχουν δείξει ότι ορισμένες γραμμές εμφανίζονται να λαμβάνουν χαμηλές επιδοτήσεις για το μέγεθός τους, καθώς και ότι υπάρχουν επικαλύψεις των αεροπορικών και ακτοπλοϊκών δικτύων και των αεροπορικών υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας με κερδοφόρες ακτοπλοϊκές γραμμές, επιβεβαιώνοντας ότι οι υφιστάμενες γραμμές έχουν αναπτυχθεί χωρίς ολοκληρωμένο σχεδιασμό.
Με τον επανασχεδιασμό του δικτύου πρέπει να εξεταστεί με λεπτομέρεια η δυνατότητα δημιουργίας περιφερειακών κόμβων μετεπιβίβασης με ταχεία ανταπόκριση σε μικρότερα νησιά – σε συνδυασμό και με άλλα μέσα μεταφοράς (π.χ. λεωφορεία, αεροπορικά δρομολόγια, δίκτυο υδροπλάνων). Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετοί περιορισμοί σε μια τέτοια προσπάθεια (π.χ. διαχείριση επιβατών και αποσκευών).
Βελτίωση διαδικασιών: α) Δηλώσεων για τις ελεύθερες γραμμές δρομολόγησης, β) Επιλογής πλοίων εξυπηρέτησης γραμμών δημόσιας υπηρεσίας, γ) Καταβολής αποζημιώσεων για την εξυπηρέτηση γραμμών δημόσιας υπηρεσίας, δ) Όρων διαγωνισμών για γραμμές δημόσιας υπηρεσίας με χρήση κριτηρίων εποχικότητας και δρομολόγηση διαφορετικής χωρητικότητας πλοίων, εισαγωγή ποιοτικών κριτηρίων (ταχύτητα, άνεση, τιμή κ.λπ.).
Η συμβολή του κλάδου της ακτοπλοΐας στην ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα σημαντική, καταλήγει η έρευνα, αλλά η διατήρηση και η επέκταση αυτής της συμβολής βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην εφαρμογή διαρθρωτικών και κλαδικών μέτρων πολιτικής. Αυτά τα μέτρα πολιτικής πρέπει να στοχεύουν στην ελαχιστοποίηση του κόστους παροχής ακτοπλοϊκών υπηρεσιών για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κλάδου, χωρίς ωστόσο να θυσιάζεται η ποιότητα παροχής των συγκεκριμένων υπηρεσιών.