Σήμερα δημοσιεύθηκε σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος η έκθεση με τίτλο «Ελληνικός τουρισμός και κλιματική αλλαγή: πολιτικές προσαρμογής και νέα στρατηγική ανάπτυξης».
Η έκδοση εντάσσεται στη δεύτερη φάση των εργασιών της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) της Τράπεζας της Ελλάδος, σκοπός της οποίας είναι να συμβάλει στη διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής για την προσαρμογή στην κλιµατική αλλαγή. Η έκθεση επικεντρώνεται αφενός στην αποτύπωση των οικονομικών επιπτώσεων της ανθρωπογενούς κλιµατικής αλλαγής στον ελληνικό τουρισµό και αφετέρου στη διατύπωση προτάσεων για µέτρα πολιτικής που θα αφορούν τον τοµέα αυτό και θα εντάσσονται σε µια γενικότερη στρατηγική προσαρµογής της ελληνικής οικονοµίας στην κλιµατική αλλαγή.
Αποτελεί προϊόν συνεργασίας επιστημόνων και εκπροσώπων φορέων του τουρισμού σε συνέχεια της ημερίδας με τον ίδιο τίτλο που συνδιοργανώθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος, το Μαριολοπούλειο-Καναγκίνειο Ίδρυμα Επιστημών Περιβάλλοντος και το Κέντρον Ερεύνης Φυσικής της Ατμοσφαίρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών τον Ιούλιο του 2013.
Στην έκθεση αναλύεται πώς οι κλιματικές μεταβολές μπορούν να επιδράσουν στο τουριστικό προϊόν της χώρας και προσεγγίζεται η σχέση της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής με τη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη και τη διαχείριση ολοκληρωμένης ποιότητας στον τουρισμό. Επίσης επιχειρείται μια χρηματοοικονομική αποτίμηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στον τουρισμό, μεταξύ άλλων με την εξέταση εναλλακτικών σεναρίων ως προς την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Τέλος, παρουσιάζονται η στρατηγική και το πλαίσιο δράσης για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, με ιδιαίτερη έμφαση στην πολιτική ανάπτυξης και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο ελληνικός τουρισμός κυρίως στα νησιά.
Πιο συγκεκριμένα, με τη µέθοδο προσοµοίωσης κλίµατος γίνονται εκτιµήσεις της ανθρωπογενούς παρέµβασης µε την προσοµοίωση στον ελλαδικό χώρο των συνθηκών που αφορούν τις µελλοντικές περιόδους 2021-2050 και 2071-2100 σε σύγκριση µε την περίοδο αναφοράς 1961-1990 βάσει συγκεκριµένου σεναρίου, ενώ παρέχονται λεπτοµερείς πληροφορίες ως προς τη «θερµική άνεση», καθώς και τις φυσικές και αισθητικές συνθήκες που είναι απαραίτητες για τον προγραµµατισµό κυρίως των διακοπών όσων ενδιαφέρονται για τον ηλιοτροπικό τουρισµό. Εκτιμάται ότι στο μέλλον η συχνότητα εµφάνισης αποπνικτικών συνθηκών είναι πιθανόν να αυξηθεί κατά τους µήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέµβριο σε ποσοστό της τάξης του 20%, ενώ ο ηλιοτροπικός τουρισµός της Ελλάδος θα λαµβάνει χώρα σε περιόδους εκτός της σηµερινής περιόδου υψηλής ζήτησης, αποκτώντας χαρακτηριστικά ανάλογα µε αυτά που επικρατούν σήµερα σε θερµότερες τουριστικές περιοχές του πλανήτη.
Οι εκτιμήσεις δείχνουν πως η κλιµατική αλλαγή δημιουργεί νέες δυναµικές στον ελληνικό τουρισµό και πως είναι επιτακτικά αναγκαία η λήψη µέτρων που θα καταστήσουν τον τουρισµό φιλικότερο προς το φυσικό και το δοµηµένο περιβάλλον, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς. Προτείνονται οι ειδικές και εναλλακτικές µορφές τουρισµού, ο επαναπροσδιορισµός των µηνών µε ιδιαίτερη ζήτηση του ηλιοτροπικού τουρισµού, ο εµπλουτισµός του προϊόντος, η βελτίωση των παρεχόµενων υπηρεσιών και η έµφαση περισσότερο στην εντατική παρά στην εκτατική ανάπτυξη (π.χ. στην αύξηση της κατά κεφαλήν τουριστικής δαπάνης παρά του συνολικού αριθµού των αφίξεων) µέσα και από την άµβλυνση του φαινοµένου της εποχικότητας ώστε να ξεπεραστεί η παθογένεια του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Παράλληλα, η έκθεση επιχειρεί µια χρηµατοοικονοµική αποτίµηση των επιπτώσεων της κλιµατικής αλλαγής στον τουρισµό, εξετάζοντας εναλλακτικά σενάρια ως προς την άνοδο της στάθµης της θάλασσας. Πιο συγκεκριµένα, οι επιπτώσεις διακρίνονται σε άµεσες (π.χ. αύξηση της θερµοκρασίας) και έµµεσες (π.χ. φθορές παράκτιων τουριστικών υποδοµών), ενώ τονίζεται ότι οι αρνητικές συνέπειες της κλιµατικής αλλαγής θα οδηγήσουν όχι µόνο σε µείωση του αριθµού των αφίξεων λόγω συνθηκών δυσφορίας τους καλοκαιρινούς µήνες, αλλά και σε αύξηση του λειτουργικού κόστους των τουριστικών επιχειρήσεων λόγω µεγαλύτερων ενεργειακών αναγκών, νέων υποδοµών που θα πρέπει να δημιουργηθούν κ.λπ.
Συγκεκριμένα, οι οικονομικές επιπτώσεις από την άνοδο της στάθµης της θάλασσας (ΑΣΘ) θα είναι ιδιαίτερα σηµαντικές. Ενδεικτικά υπολογίστηκε ότι οι επιπτώσεις της ΑΣΘ κατά ένα µέτρο θα έχουν συνολικό κόστος, λόγω της απώλειας οικιστικής και τουριστικής γης, που θα ανέλθει στα 630 δισεκ. ευρώ έως το 2100 (εάν χρησιµοποιηθεί προεξοφλητικό επιτόκιο 3%, η παρούσα αξία το 2010 ανέρχεται σε 44 δισεκ. ευρώ, ποσό εξαιρετικά υψηλό!). Προτείνεται η λήψη µέτρων προσαρµογής που να κρίνονται αποτελεσµατικά βάσει χρηµατοοικονοµικής ανάλυσης κόστους-οφέλους και εξετάζονται τέσσερα βασικά µέτρα, δηλαδή η σταθεροποίηση παραλιών, η τεχνητή θρέψη παραλιών, η εγκατάσταση προβόλων και θωράκιση µε λιθορριπή, φίλτρο και γεωύφασµα και η αποστράγγιση παραλιών, ενώ προκρίνεται ο συνδυασµός των διαφόρων µέτρων ούτως ώστε να µεγιστοποιηθεί (βάσει µεθόδου Monte Carlo) ο λόγος οφέλους-κόστους, δεδοµένων και των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής ακτογραµµής.
Τέλος, αναλύονται η στρατηγική και το πλαίσιο δράσης για την αντιµετώπιση των επιπτώσεων της κλιµατικής αλλαγής, ενώ προκρίνονται οι εξής έξι επιχειρησιακοί άξονες παρέµβασης:
(1) η ενίσχυση της επιχειρηµατικότητας,
(2) η ανάπτυξη και βελτίωση υποδοµών,
(3) η βελτίωση των γνώσεων και δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναµικού,
(4) η άµβλυνση της εποχικότητας και
(5) η διάχυση των ευκαιριών ανάπτυξης του τουρισµού σε όλες τις περιοχές της χώρας µε βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητές τους, καθώς και
(6) η ανάληψη συγκροτηµένων δράσεων σε επίπεδο τουριστικού προορισµού µε βάση την εµπειρία του εκάστοτε τόπου.
Ειδικότερα για τα ελληνικά νησιά, οι σηµαντικότερες πολιτικές και δράσεις αφορούν την ολοκληρωµένη διαχείριση παράκτιων περιοχών µε αλλαγή του χωρικού σχεδιασµού και του θεσµικού πλαισίου της δόµησης.
Επιπλέον, απαιτούνται δράσεις για την αποτελεσµατική χρήση των πόρων και την ενίσχυση της παραγωγής και χρήσης τοπικών εισροών χαµηλού περιβαλλοντικού αποτυπώµατος που συµβάλλουν επιπλέον στη διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος.
Τονίζεται επίσης ο ρόλος των τοπικών αυτοδιοικήσεων σε επίπεδο κινήτρων, ενημέρωσης και ενθάρρυνσης της κοινωνικής υπευθυνότητας για την καλύτερη διαχείριση των επιπτώσεων της κλιµατικής αλλαγής στον τουρισµό.