Δεν είμαστε αρχαιολάγνοι ή βυζαντινολάγνοι», ο «Δήμος ασχολείται με τις αρχαιότητες επειδή λειτουργεί με γνώμονα το συμφέρον της πόλης, το οποίο συνίσταται στην ανάδειξη του πολιτιστικού πλούτου της, ώστε να διασφαλίσουμε το μέλλον της και τις προοπτικές της, τόνισε ο Γιάννης Μπουτάρης, σε συνέντευξη Τύπου για τις εξελίξεις στο θέμα του Μετρό και των αρχαιοτήτων του Σταθμού Βενιζέλου που έδωσε τη Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014, ο Δήμαρχος και η Διοίκηση του Δήμου Θεσσαλονίκης, παρουσία εκπροσώπων επιστημονικών φορέων της πόλης και της χώρας.
Οι αρχαιότητες του σταθμού Βενιζέλου, εξήγησε ο ίδιος, αποτελούν ένα μοναδικής σημασίας εύρημα, που έχει προκαλέσει το διεθνές επιστημονικό ενδιαφέρον για το οποίο δεκάδες επιστολές υποστήριξης από δεκάδες επιστημονικούς φορείς του κόσμου έχουν φτάσει στον Δήμο. «Αυτό το εύρημα πρέπει να διασωθεί και να αναδειχθεί, ώστε μαζί με τα επιφανειακά μνημεία, το Μπεζεστένι, το Αλκαζάρ, την πλατεία Διοικητηρίου, τον Αγιο Δημήτριο, τη Ρωμαϊκή Αγορά, την Αχειροποίητο, την Αριστοτέλους να αποτελέσει έναν ενιαίο πολιτιστικό περίπατο, να γίνει το πλεονέκτημα που θα δώσει υπεραξία στην πόλη. Μιλάμε δηλαδή για την ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στο θέμα «καθυστερήσεις» του έργου, ο ίδιος σημείωσε ότι «έπρεπε να είχαν προβλέψει εξ αρχής την ανάδειξη του μνημείου της Βενιζέλου, διότι ήξεραν ότι θα έπεφταν επάνω του», ενώ επισήμανε ότι «το πρόβλημα του Μετρό Θεσσαλονίκης δεν είναι οι αρχαιότητες του σταθμού Βενιζέλου. Είναι ο κάκιστος σχεδιασμός του και τα προβλήματα χρηματοδότησης του έργου που προκλήθηκαν από αυτόν. Αυτά προκαλούν τις καθυστερήσεις, για τις οποίες ως πρόσχημα εξ αρχής χρησιμοποιούνται οι κάθε είδους αρχαιότητες που έρχονται στο φως».
Ο Δήμαρχος υπογράμμισε πως πλέον η όλη υπόθεση των αρχαιοτήτων του σταθμού Βενιζέλου, πέρασε σε ένα νέο δίλημμα. Από το «ή μετρό ή αρχαία» του Ιανουαρίου του 2013, που καταρρίφθηκε από τις εξελίξεις, στο «ή σταθμός ή αρχαία». «Και αυτό το δίλημμα που είναι και πάλι επίπλαστο θα διαψευσθεί από τις εξελίξεις, όπως ακριβώς συνέβη και με το προηγούμενο διχαστικό δίλημμα έπειτα από την πρωτοβουλία του Δήμου Θεσσαλονίκης να προσφύγει στο ΣτΕ και να προκαλέσει την κατάθεση τεχνικών προτάσεων για τη συνύπαρξη αρχαίων και μετρό.
Όπως τόνισε με έμφαση, άλλωστε, ο Δήμος Θεσσαλονίκης σε κάθε περίπτωση είναι κάθετα αντίθετος στη μη κατασκευή του Σταθμού, ενώ επισήμανε ότι λύσεις υπάρχουν, καθώς το νέο χρονοδιάγραμμα έως το 2018 που έθεσε ο αρμόδιος υπουργός Μιχάλης Χρυσοχοϊδης δίνει επαρκή χρόνο ώστε:
να διερευνηθεί η δυνατότητα να συνεχιστούν οι εργασίες κατασκευής του σταθμού χωρίς καν να αποσπαστούν οι αρχαιότητες. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει ζητήσει ήδη την εμπειρογνωμοσύνη ξένων οίκων και τρεις εξ αυτών -μεταξύ των οποίων και η εταιρία που είναι σύμβουλος στο Μετρό του Λονδίνου- απάντησαν ότι είναι διαθέσιμοι να αναλάβουν αυτήν την εργασία, εφόσον τους αποσταλούν τα βασικά στοιχεία καθώς και τρισδιάστατες φωτογραφίες του χώρου, προκειμένου να καταλήξουν σε μια κατ’ αρχήν άποψη κατά πόσον είναι εφικτή η κατασκευή του σταθμού χωρίς καν την απόσπαση των αρχαιοτήτων. Η πρώτη αυτή προσέγγιση θα γίνει δωρεάν.
Να γίνουν μελέτες απόσπασης και επανατοποθέτησης.
Να εκπονηθούν οι μελέτες κατασκευής του σταθμού με βάση την προκριθείσα λύση της μελετητικής ομάδας των καθηγητών της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Αλεξοπούλου και Παπακώστα.
Αναφερόμενος στη νέα αίτηση ακύρωσης της «απόφασης Παναγιωτόπουλου» που κατέθεσε ο Δήμος στο ΣτΕ, ο Γιάννης Μπουτάρης εξήγησε ότι οι κατηγορίες κατά του Δήμου περί ανακολουθίας με αφορμή την τελευταία προσφυγή στο ΣτΕ κατά της απόφασης Παναγιωτόπουλου είναι χωρίς περιεχόμενο καθώς:
Υπενθύμισε ο Δήμος Θεσσαλονίκης με την προηγούμενη αίτηση ακύρωσης της απόφασης Τζαβάρα είχε ζητήσει τη μη εφαρμογή της και την επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων, επειδή η εν λόγω απόφαση προέβλεπε την απόσπαση και την μεταφορά τους εκτός Θεσσαλονίκης. Επίσης αντιδρώντας στην ίδια απόφαση ο Δήμος είχε υποστηρίξει ότι τα μνημεία πρέπει να παραμείνουν στη θέση τους, τόσο κατά τη διάρκεια κατασκευής του σταθμού όσο και μετά το πέρας κατασκευής του.
Χαρακτήρισε θετικό βήμα την απόφαση Παναγιωτόπουλου, αλλά τόνισε ότι εξακολουθεί να μην εξετάζει αυτό που είχε τεθεί ρητώς εξ αρχής από την απόφαση του ΣτΕ για την αίτηση αναστολής του Δήμου, και τελικά από το νόμο: τη διερεύνηση με μελέτες, της δυνατότητας παραμονής των αρχαίων κατά και μετά την κατασκευή του σταθμού στον τόπο τους. Δηλαδή της δυνατότητας να μην αποσπασθούν καν οι αρχαιότητες προκειμένου να κατασκευασθεί ο σταθμός.
Μιλώντας, εξάλλου, για την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ σχετικά με την πρώτη προσφυγή του Δήμου Θεσσαλονίκης, ο Γιάννης Μπουτάρης τόνισε ότι «μαίνεται ένας πόλεμος λάσπης και ψεύδους. Το ΣτΕ δεν απέρριψε την προσφυγή του Δήμου Θεσσαλονίκης. Έκρινε, όμως, ότι το αντικείμενο της δίκης – η επίμαχη απόφαση Τζαβάρα – είχε εκλείψει καθώς είχε αντικατασταθεί από την απόφαση Παναγιωτόπουλου.
Για το ίδιο θέμα, σημείωσε ότι πρόκειται για «νίκη» του Δήμου Θεσσαλονίκης, αφού η αίτηση ακύρωσης του Δήμου ήταν αυτή που προκάλεσε όλες τις εξελίξεις που οδήγησαν στην απόφαση Παναγιωτόπουλου και άρα στην ακύρωση της αρχικής απόφασης Τζαβάρα, ενώ επισήμανε ότι το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι ότι πλέον δεν ισχύει η αναστολή του Δεκεμβρίου 2013, δηλαδή και πάλι τα αρχαία κινδυνεύουν, αφού μπορεί ανά πάσα στιγμή να τα τεμαχίσουν και να τα αποσπάσουν.
Στο πλαίσιο αυτό, ανέφερε ότι ο Δήμος Θεσσαλονίκης έπρεπε να προβεί σε νέα αίτηση ακύρωσης της απόφασης Παναγιωτόπουλου, αφενός για να σωθούν τα αρχαία, αφετέρου για να γίνει διόρθωσή της. Επίσης σημείωσε ότι ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει αποστείλει και αίτηση θεραπείας της απόφασης Παναγιωτόπουλου, χωρίς ωστόσο να λάβει μέχρι σήμερα καμία απάντηση από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Κατά την τοποθέτηση του ο σύμβουλος Δημάρχου σε Νομικά Θέματα, Απόστολος Σοφιαλίδης σημείωσε ότι αφετηρία της προσπάθειας του Δήμου Θεσσαλονίκης υπήρξε η περυσινή απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου κατά τη διάρκεια της οποίας τα μέλη του σώματος επέδειξαν κοινωνική και πολιτική ομοφωνία και ομοψυχία. Και πρόσθεσε: “Εκεί που όλοι σήκωναν τα χέρια ότι τίποτα δεν γίνεται εδώ, ο Δήμαρχος είπε ότι κάτι είναι δυνατόν να γίνει. Προκειμένου να λάβει την απόφασή του το Δημοτικό Συμβούλιο προέταξε τους παρακάτω τρεις βασικούς λόγους:
την αποφυγή του διχασμού στην πόλη,
να αποφευχθεί η απομάκρυνση των Μνημείων από τη Θεσσαλονίκη που θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή τους και η πόλη θα είχε να θρηνεί ακόμη μια απώλεια.
να αποδειχθεί ότι είναι δυνατή η συνύπαρξη, η παραμονή δηλαδή των αρχαίων, αυτό ήταν και το τεχνικό κομμάτι”.
Μιλώντας για τη νέα αίτηση ακύρωσης του Δήμου Θεσσαλονίκης κατά της απόφασης Παναγιωτόπουλου, σημείωσε ότι “ασκήθηκε πάντα με την ίδια λογική, καθώς από την πλευρά του Δήμου δεν υπάρχουν ούτε πείσματα ούτε νικητές και ηττημένοι. Η απόφαση Παναγιωτόπουλου δεν καλύπτει αυτές τις ανάγκες”. Επίσης πρόσθεσε ότι υπάρχουν και τυπικοί λόγοι τυπικοί για τους οποίους ασκήθηκε η νέα αίτηση, καθώς οι προθεσμίες εκπνέουν και σε περίπτωση που δεν ασκηθεί η αίτηση ακύρωσης της απόφασης μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει ο νόμος, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο ούτε για άλλη σκέψη, ούτε για άλλη ενέργεια.
Αναφερόμενος στο νόημα και στο περιεχόμενο της απόφασης του ΣτΕ για την πρώτη αίτηση ακυρώσεως του Δήμου Θεσσαλονίκης ο κ. Σοφιαλίδης είπε ότι το Στε έκρινε ότι η απόφαση Τζαβάρα αντικαταστάθηκε πλήρως με την απόφαση Παναγιώτοπουλου και κατάργησε τη δίκη. “Γιαυτό το λόγο ασκήθηκε τώρα η δεύτερη αίτηση ακυρώσεως της δεύτερης υπουργικής απόφασης”.
Από την πλευρά του ο δικηγόρος Φωκίων Δεληγιάννης στον οποίο έχει ανατεθεί ο χειρισμός της υπόθεσης ενώπιον του ΣτΕ εξήγησε για άλλη μια φορά ότι “Ο Δήμος Θεσσαλονίκης δεν άλλαξε ποτέ τις θέσεις του, προτάσσοντας πάντα το ίδιο πράγμα: να εκπονηθεί μελέτη, όπως προβλέπει ο αρχαιολογικός νόμος και να γίνει η κατασκευή του σταθμού χωρίς την απόσπαση των αρχαίων. Έτσι ξεκίνησε η προσπάθεια, δεν προέκυψε στην πορεία”. Επίσης χαρακτήρισε “απίστευτο ψέμα” αυτό που ειπώθηκε πέρσι, ότι δεν μπορούσε να γίνει καμία υλική ενέργεια επειδή υπήρχε η προσωρινή διαταγή, υπενθυμίζοντας ξανά “ότι το ίδιο το ΣτΕ ανακοίνωσε ρητώς ότι δεν εμποδίζεται καμία μελέτη και εργασία”.
Αναφερόμενος στο θέμα της εμπειρογνωμοσύνης από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα ο κ. Δεληγιάννης εξήγησε ότι αυτό είναι αναγκαίο διότι “οι ίδιοι που βεβαίωναν ότι δεν γίνεται η συνύπαρξη, τώρα βεβαιώνουν ότι δεν γίνεται η κατασκευή του σταθμού χωρίς την απόσπαση των αρχαίων”.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετική με την πιθανότητα ύπαρξης και άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων σε μεγαλύτερο βάθος στην περιοχή του Σταθμού Βενιζέλου η Διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης Πολυξένη Βελένη ανέφερε χαρακτηριστικά ότι “Δεν χρειάζεται για να εξαντλήσουμε την περιέργειά μας να καταστρέψουμε τα τόσο σημαντικά ευρήματα της πρώιμης βυζαντινής εποχής, διότι ξέρουμε τι υπάρχει, το είδαμε στον σταθμό της Αγίας Σοφίας: έχει έναν ελληνιστικό χωματόδρομο και τίποτα άλλο”. Επίσης σημείωσε ότι από το 1992 οι αρχαιολόγοι είχαν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους για τον τρόπο σχεδιασμό του έργου, αλλά δεν εισακούστηκαν.
Στην πρωτοβουλία του συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (Σ.Ε.Α.) με αφορμή την απόφαση Τζαβάρα, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων, η Αρχαιολόγος, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σ.Ε.Α. Γεωργία Στρατούλη σημειώνοντας ότι η διεθνής επιστημονική κοινότητα μέσα σε δύο μήνες από την ημέρα της απόφασης έθεσε στη διάθεση της διεθνούς κοινής γνώμης 12.500 υπογραφές απ’ όλο τον κόσμο.
Την ικανοποίησή της για τις θέσεις του Δήμου Θεσσαλονίκης εξέφρασε η Δρ Αρχιτέκτων, Ιωάννα Στεριώτου, Επίτιμος Έφορος Νεωτέρων Μνημείων και μέλος του Διοικητικού Συλλόγου της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού. Επίσης χαρακτήρισε αδιανόητο το γεγονός το αρμόδιο υπουργείο και η Αττικό Μετρό Α.Ε. να μην έχουν προχωρήσει από την αρχή σε μελέτες απόσπασης, αποθήκευσης και επανατοποθέτησης των ευρημάτων ταυτοχρόνως με τις μελέτες κατασκευής του σταθμού.
Κάθε διατάραξη αρχαίου αντικειμένου από τη θέση του συνιστά παραποίηση ιστορικού τεκμηρίου, τόνισε ο Καθηγητής τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Γεώργιος Βελένης, ο οποίος ανέφερε ως παράδειγμα προς αποφυγή τμήμα ρωμαϊκού δρόμου στην περιοχή της Ημαθίας σημειώνοντας ότι για τέτοιου είδους έργα η απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων θεωρείται εκ προοιμίου ότι είναι αποτυχία.
Στη συνέντευξη Τύπου παραβρέθηκαν από πλευράς Δήμου Θεσσαλονίκης ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, Παναγιώτης Αβραμόπουλος, καθώς και οι Αντιδήμαρχοι Πολιτισμού, Έλλη Χρυσίδου, Ανακύκλωσης και Καθαριότητας, Θανάσης Παππάς και Αστικού Περιβάλλοντος Ανδρέας Κουράκης. Παρόντες ήταν επίσης ο εκπρόσωπος το Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (Σ.Ε.Α.), Γιάννης Καρλιάμπας, ο εκπρόσωπος της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρίας, Μιλτιάδης Πολυβίου, η διευθύντρια της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Δέσποινα Μακροπούλου οι αρχαιολόγοι, Έφη Ιωαννίδου και Σταμάτιος Χονδρογιάννης, ο αρχιτέκτονας, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και πρόεδρος του παραρτήματος Θεσσαλονίκης, Βασίλης Κονιόρδος και ο Πρόεδρος των Εργαζομένων Μετρό, Χάρης Κυρλιανίδης.