Με τον Πρωθυπουργό να τονίζει ότι “Με πολύ μεγάλη χαρά βρίσκομαι ανάμεσά σας, πολύ μεγάλη χαρά και συγκίνηση, ανάμεσα στους ανθρώπους οι οποίοι κράτησαν την Ελλάδα όρθια στις πιο δύσκολες, στις πιο σκληρές στιγμές. Ανάμεσα στους ανθρώπους του Τουρισμού, που δεν περιμένουν την ανάκαμψη, την έκαναν πράξη την ανάκαμψη. Δεν την εύχονται απλά. Έχουν ήδη αρχίσει και τη ζουν, τη βιώνουν” και να πανηγυρίζει με τη φράση “Προς το παρόν, ετοιμαστείτε για πάνω από 20 εκατομμύρια τουρίστες που θα υποδεχθεί φέτος η χώρα μας. Τουρίστες οι οποίοι θα πρέπει φεύγοντας να έχουν ήδη πάρει την απόφαση να ξαναέλθουν και να παροτρύνουν και τους δικούς τους να έλθουν περισσότεροι και το 2015 στην Ελλάδα!“ έκλεισε τις εργασίες της η 22η ανοικτή Γενική Συνέλευση του ΣΕΤΕ.
Στην ομιλία του τη βραδιά της Γενικής Συνέλευσης του ΣΕΤΕ, ο πρωθυπουργός, μεταξύ άλλων ανέφερε επίσης ότι
“Ο Τουρισμός είναι εδώ και χρόνια η βαριά βιομηχανία της χώρας μας. Έτσι συνηθίζαμε να το λέμε. Μόνο που για μένα ο όρος «βαριά βιομηχανία» παραπέμπει συνήθως σε κάτι «μουντό», σε κάτι «απρόσωπο». Ενώ ο Τουρισμός που θέλουμε για το μέλλον, οφείλει να είναι κάτι πολύ πιο λαμπρό, κάτι πολύ πιο ποιοτικό και δυναμικό, απ’ ό,τι συχνά υποδηλώνει αυτός ο γκρίζος όρος «βαριά βιομηχανία»…”
επίσης ότι
“…….Με βάση τις εκτιμήσεις, λοιπόν, των μελετών που έχουμε στα χέρια μας, ο θετικός αντίκτυπος μιας τέτοιας ανανεωμένης εθνικής στρατηγικής για τον Τουρισμό, μπορεί –προσέξτε- να αυξήσει την ετήσια ζήτηση κατά €10 δισ. μέσα σε 5 χρόνια και κατά € 25 δισ. μέσα σε 10 χρόνια. Κι αυτό το αληθινό «άλμα» του Τουρισμού, θα προέλθει κυρίως από αύξηση των επισκεπτών, κατά 50% περίπου, και από ταυτόχρονη αύξηση της μέσης ημερήσιας τουριστικής δαπάνης κατά 30%. Μέχρι τότε θα πρέπει να έχουν επιτευχθεί αυτά τα νούμερα.”
Στις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που έγιναν στον τουριστικό τομέα τα δύο τελευταία χρόνια και στους στόχους της νέας χρονιάς, αναφέρθηκε η υπουργός Τουρισμού κυρία Όλγα Κεφαλογιάννη, μιλώντας στην συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων.
«Ο τουρισμός απέδειξε ότι μπορεί να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας», τόνισε η κυρία Όλγα Κεφαλογιάννη, επικαλούμενη τα επίσημα στοιχεία για το 2013. Την περασμένη χρονιά –επισήμανε περίπου 18 εκ τουρίστες επισκέφθηκαν την Ελλάδα. Η τουριστική κίνηση παρουσίασε αύξηση κατά σχεδόν 16% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, ενώ και τα έσοδα αυξήθηκαν κατά περίπου 15%.
«Στόχος μας για το 2014- πρόσθεσε- είναι να συνεχίσουμε αυτή την επιτυχημένη πορεία. Να παραμείνουμε στην κορυφή. Τα μηνύματα που έχουμε είναι ενθαρρυντικά. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις για το διάστημα Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2014 αυξήθηκαν κατά 17,3% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2013, φθάνοντας στα 294,1 εκατ. ευρώ. Οι αφίξεις στο πρώτο τρίμηνο Ιανουαρίου-Μαρτίου, κατέγραψαν αύξηση 23,2%».
Η υπουργός Τουρισμού υπογράμμισε ότι η Ελλάδα θα πετύχει τους στόχους της και τη νέα τουριστική χρονιά, υπό την προϋπόθεση ότι «θα παραμείνουμε προσηλωμένοι στο εθνικό σχέδιο δράσης που έχουμε χαράξει».
Η υπουργός Τουρισμού επίσης έκανε ειδική αναφορά στο νέο τουριστικό νόμο, που -όπως είπε – σύντομα θα έλθει στη Βουλή.
Το νέο σχέδιο νόμου ρυθμίζει –ανάφερε – θέματα που αφορούν στην αποδοτικότερη λειτουργία ειδικών τουριστικών υποδομών. Προωθεί την ανάπτυξη των ειδικών μορφών τουρισμού. Εισάγει την καινοτομία στον τουρισμό και διαμορφώνει ένα ευνοϊκότερο επενδυτικό περιβάλλον.
Η κυρία Κεφαλογιάννη αναφέρθηκε και στο νέο ειδικό χωροταξικό πλαίσιο, τονίζοντας ότι αποτελεί μια σημαντική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης. Το νέο χωροταξικό –είπε – προσδιορίζει αρχές, κανόνες και προτεραιότητες για το που και πως πρέπει να αναπτυχθεί ο τουρισμός.
Καταλήγοντας η κυρία Κεφαλογιάννη ζήτησε τη συνεργασία όλων των τουριστικών φορέων. «Όλοι όσοι ασχολούμαστε με τον τουρισμό οφείλουμε – τόνισε – να σκύψουμε πάνω στα μεγάλα θέματα, να αναζητήσουμε μαζί ρεαλιστικές λύσεις ενάντια σε ότι αναχρονιστικό, σε ότι αντιπαραγωγικό. Τώρα, σε καιρούς ανόδου και αισιοδοξίας, χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερη ένταση των προσπαθειών, ώστε να θέσουμε τις βάσεις μιας βιώσιμης και μακροχρόνιας ανάπτυξης».