Άρθρο του Γεωργίου Αλεξ. Τσακίρη, Προέδρου Δ.Σ. του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος
Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη σοβαρότερη πρόκληση της νεώτερης ιστορίας της. Ένα μοντέλο διακυβέρνησης που ξεκίνησε με την μεταπολίτευση, παράλληλα με την αρχή της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, ολοκλήρωσε τον κύκλο του, μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο πλέον περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από σημαντικές αλλαγές, οι οποίες αναγκάζουν όλους μας να αναθεωρήσουμε τον τρόπο ζωής μας, να επιχειρήσουμε βαθιές τομές, επηρεάζοντας συγχρόνως τις κοινωνικές και οικονομικές προοπτικές της χώρας μας.
Μέσα σε αυτό το δυσχερές οικονομικό τοπίο, ο Τουρισμός είναι ο κλάδος της οικονομίας, ο οποίος μπορεί αποδεδειγμένα να αποτελέσει την αναπτυξιακή διέξοδο της Ελλάδας από την κρίση, διευρύνοντας και ενισχύοντας τον ευάλωτο τομέα της απασχόλησης, καθόσον αποτελεί τον μεγαλύτερο «εργοδότη» της χώρας, απασχολώντας αμέσως και εμμέσως πάνω από 750.000 άτομα.
Οι επικείμενες εκλογές θα δώσουν στη χώρα μια νέα κυβέρνηση και ίσως ένα νέο σχήμα διακυβέρνησής της. Για πρώτη φορά διαφαίνεται η πιθανότητα συμμετοχής στη νέα βουλή πολλών κομμάτων, που θα εκπροσωπούν όλο το πολιτικο-ιδεολογικό φάσμα και ίσως κάποια εξ αυτών συνεργαστούν με άλλα στη διακυβέρνηση της χώρας.
Παρόλο που η «ανάπτυξη» της οικονομίας αποτελεί τον κοινό στόχο όλων των κομματικών σχηματισμών που συμμετέχουν στις εκλογές. Είναι απορίας άξιο, πόσο λίγο έχει απασχολήσει ο τουρισμός, προγραμματικά, τα επιτελεία πολιτικού σχεδιασμού των κομμάτων, με αποτέλεσμα να απουσιάζουν, πλην ολίγων εξαιρέσεων, οι τοποθετήσεις αναφορικά με την τουριστική τους πολιτική την «επόμενη μέρα».
Εάν μάλιστα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε την έως σήμερα εθνική μας πολιτική και στρατηγική στον τουρισμό, προσπαθώντας συγχρόνως να αποφύγουμε τις γνωστές κοινότοπες εξαγγελίες του τύπου : « ο τουρισμός είναι η ατμομηχανή της οικονομίας», στο τέλος δυστυχώς, σε πολύ λίγα πράγματα μπορούμε να αναφερθούμε.
Συγκυριακή αντιμετώπιση του Τουρισμού
Είναι κοινός τόπος ότι ο τουρισμός από όλες τις κυβερνήσεις, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αντιμετωπίσθηκε διαχρονικά ως ο κλάδος που χάρις στην Εθνική μας κληρονομιά, φυσική και πολιτιστική, θα συνεχίσει εσαεί και αενάως να συνεισφέρει στην οικονομία, ανεξάρτητα από την προγραμματική και στρατηγική αδιαφορία μας. Θεωρούσαμε πάντα ως χώρα, ότι ο τουρισμός είναι ένας κλάδος αυτόφωτος και αυτοφυής και γενικά ότι θα συνεχίσει να «πουλάει» ερήμην ημών. Ουδέποτε δεν αντιμετωπίσαμε σοβαρά την ανάγκη για μια διαχρονικά συνεπή τουριστική στρατηγική, με μετρήσιμους στόχους και αποτελέσματα, που θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα, καθώς και την οικονομική μεγιστοποίηση και συνολική κοινωνική ωφέλεια του τουριστικού προϊόντος που προσφέρουμε.
Αντί όμως εκπόνησης και ανάπτυξης εθνικής στρατηγικής και στόχευσης, επιδιδόμαστε σε μια απλοϊκή διαχείριση του τομέα, η οποία όμως σε ένα περιβάλλον έντονου διεθνούς ανταγωνισμού, όπου κάθε χρόνο πολλοί νέοι τουριστικοί προορισμοί διεκδικούν την πελατεία μας, αποδεικνύεται αναντίστοιχη των απαιτήσεων των καιρών.
Ουδέποτε μια νέα πολιτική ηγεσία του κλάδου ξεκίνησε από εκεί που σταμάτησε η προηγούμενη. Ακόμα και εάν αυτή διαδεχόταν πολιτικό προσωπικό από το ίδιο κόμμα. Σε κάθε αλλαγή τα αλλάζουμε όλα, πρόσωπα και συνθήματα. Ακόμα και το τουριστικό logo της χώρας πιστεύουμε ότι χαρακτηρίζει τον εκάστοτε πολιτικό προϊστάμενο του τομέα και όχι το προϊόν.
Υστέρηση της Ελλάδας
Έχοντας διανύσει μια δεκαετία που χαρακτηρίζεται από την αλματώδη αύξηση, σε παγκόσμιο επίπεδο, του αριθμού των τουριστών και των τουριστικών εσόδων, βλέπουμε στη χώρας μας τα αντίστοιχα έσοδα να παραμένουν όλη αυτή τη δεκαετία καθηλωμένα. Προφανώς έχουμε φθάσει στα όρια απόδοσης του μοντέλου τουριστικής λειτουργίας μας. Από εδώ και στο εξής, η εμμονή μας, ακούσια ή εκούσια, στον ίδιο τρόπο λειτουργίας, θα οδηγήσει σε μια σταδιακά επιδεινούμενη απαξίωση του κλάδου. Γιατί η ανάγκη για επενδύσεις σε νέες υποδομές και για βελτίωση των υφισταμένων απαιτεί τη διεκδίκηση μεγαλύτερων τουριστικών εσόδων, ώστε να μπορούμε παράλληλα να εξυπηρετούμε το αυξανόμενο, λόγω του ανταγωνισμού, κόστος των επενδύσεων μας.
Η σημαντική υστέρηση των τουριστικών κρατήσεων μας φέτος καταδεικνύει για μια ακόμη φορά τη συγκυριακή αντιμετώπιση η οποία διαχρονικά χαρακτηρίζει τον τουρισμό. Οι επαγγελματίες του κλάδου, μόνοι τους, χωρίς κανέναν υποστηρικτικό μηχανισμό ή στρατηγική αντίδρασης, καλούνται να διαχειρισθούν μια διαφαινόμενη μείωση των τουριστικών εσόδων, που μπορεί να φθάσει έως το 10-15% σε σχέση με τα περυσινά μας έσοδα. Αν το σενάριο αυτό επιβεβαιωθεί στο τέλος της χρονιάς, θα στοιχίσει στην χώρα 2-3 μονάδες του ΑΕΠ, έως 100.000 θέσεις εργασίας και βεβαίως θα σηματοδοτήσει τον οριστικό αφελληνισμό σημαντικού μέρους της τουριστικής μας βιομηχανίας.
Ενόψει αυτών των δυσμενέστατων προοπτικών, θεωρούμε ότι είναι επιτακτική ανάγκη να τοποθετηθούν όλα τα κόμματα, προγραμματικά, απέναντι στο τουρισμό, στις προοπτικές του και τη στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσουμε στη συνέχεια.
Ως Πρόεδρος του Ξ.Ε.Ε. απέστειλα επιστολή σε όλους τους αρχηγούς των κομμάτων, καλώντας τους να λειτουργήσουν με γνώμονα το εθνικό και όχι το κομματικό συμφέρον, και να εκπέμψουν κατά την προεκλογική περίοδο θετικά μηνύματα απέναντι στη διεθνή κοινότητα, που έχει στραμμένο το βλέμμα της επάνω μας, αποκαθιστώντας την κλονισμένη εμπιστοσύνη στη χώρα και το διαρραγέν αίσθημα ασφάλειας πολιτών και τουριστών.
Εκτός όμως από την πολιτεία των κομμάτων, πρέπει όλοι να καταλάβουμε ότι ο τουρισμός δεν είναι μόνον υπόθεση των ξενοδόχων και των άλλων επαγγελματιών του κλάδου, αλλά υπόθεση όλης της κοινωνίας. Πρέπει όλοι να κατανοήσουμε ότι ο τουρισμός είναι το μόνο βιώσιμο εθνικό προϊόν και ως εκ τούτου χρειάζεται τη διαρκή στήριξη και προσοχή μας.