Η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου με επιστολή της στο Υπουργείο Οικονομικών και στους αρχηγούς όλων των κομμάτων εξέφρασε την έντονη απογοήτευσή της για το Πολυνομοσχέδιο, το οποίο εκτός των άλλων επαναφέρει τα αντικειμενικά κριτήρια για τη φορολόγηση των εμπορικών επιχειρήσεων, διαψεύδοντας τις ελπίδες για τη διαμόρφωση ενός πιο υγιούς και ορθολογικού φορολογικού συστήματος.
Η ΕΣΕΕ δηλώνει ότι δεν φοβάται τα αντικειμενικά κριτήρια, αλλά θεωρεί την εφαρμογή τους αντικίνητρο για την επιχειρηματικότητα. Με την επαναφορά των τεκμηρίων, οι παράγοντες του Υπουργείου Οικονομικών επιβεβαιώνουν την αδυναμία τους να κατανοήσουν τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις πολιτικές που ακολουθούνται. Επιπλέον, η θεσμοθέτηση των κριτηρίων καταδεικνύει αφενός μεν την ανικανότητα του ελεγκτικού μηχανισμού να περιορίσει, πολλώ δε μάλλον να πατάξει, τη φοροδιαφυγή αφετέρου δε την αποτυχία της Διοίκησης στην υλοποίηση της φορολογικής μεταρρύθμισης. Είναι γεγονός ότι η επαναφορά των αντικειμενικών κριτηρίων φορολόγησης επιβάλλεται από την αδυναμία του φορολογικού μηχανισμού να συλλάβει τα εισοδήματα που αποκρύπτονται από την παραοικονομία και το λαθρεμπόριο, να εξαλείψει την πολυνομία και να εξασφαλίσει την σταθερότητα του φορολογικού συστήματος.
Η εφαρμογή των αντικειμενικών κριτηρίων για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών των επιχειρήσεων θα έχει ως αποτέλεσμα: οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να φορολογούνται για κέρδη που δεν πραγματοποίησαν, το κράτος να κινείται στα όρια της συνταγματικότητας, να επηρεασθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ επιχειρήσεων του ιδίου κλάδου αλλά διαφορετικού μεγέθους και να ενταθεί η φοροδιαφυγή, επειδή ο μη συνεπής επιχειρηματίας θα εκμεταλλευτεί το γεγονός, ότι, αφού θα δηλώσει κέρδη με βάση τον αντικειμενικό προσδιορισμό δεν θα ελεγχθεί.
Εναλλακτικά, η πρόταση της ΕΣΕΕ περιλαμβάνει αντί της θέσπισης των αντικειμενικών κριτηρίων, η φορολογική διοίκηση να εξετάσει την εφαρμογή ενός αποτελεσματικότερου τρόπου ελέγχου των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με ηλεκτρονικές διασταυρώσεις και χωρίς πολλές «χειραψίες».
Ανεξάρτητα από τις ενστάσεις της ΕΣΕΕ, η επιλογή των συγκεκριμένων αντικειμενικών κριτηρίων δεν έχει μελετηθεί σοβαρά, αφού στο πολυνομοσχέδιο επιλέγονται λανθασμένα ο χρόνος άσκησης του επαγγέλματος, οι δαπάνες μισθοδοσίας, οι λειτουργικές δαπάνες, τα στοιχεία των πωλήσεων, οι τραπεζικές καταθέσεις, οι δαπάνες με μετρητά, τα περιουσιακά στοιχεία και η ρευστότητα, δημιουργώντας, δυστυχώς, αντικίνητρα μεγαλύτερης φοροδιαφυγής και φυγής κεφαλαίων και καταθέσεων στο εξωτερικό.
Το ελληνικό εμπόριο υποστηρίζει ότι η εκκρεμότητα του Φορολογικού πρέπει να κλείσει με μια συνολική και ενιαία φορολογική αναδόμηση και όχι με αποσπασματικές ρυθμίσεις πανικού. Από το 1953 μέχρι σήμερα ράβουμε και ξηλώνουμε συνεχώς. Οι αναδρομικές φορολογικές εφαρμογές, οι συνεχείς προσθήκες και οι πολλές αλλαγές, μπορούν να παρομοιασθούν με το «παντελόνι του Καραγκιόζη», στο οποίο από τα πολλά «μπαλώματα», στο τέλος, δεν μπορούμε να βρούμε ούτε το αρχικό ύφασμα ούτε το αρχικό χρώμα.
Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΣΕΕ για τη φορολογική μεταρρύθμιση, μάταια εννέα στους δέκα μικρομεσαίους εμπόρους περιμένουμε, εδώ και χρόνια, με πολύ υπομονή, τη δημιουργία ενός δίκαιου, απλού, κατανοητού, επιχειρηματικά φιλικού, με αναπτυξιακά χαρακτηριστικά και με διάρκεια φορολογικού συστήματος που δεν θα ποινικοποιεί την επιχειρηματικότητα, αλλά θα φορολογεί το κέρδος και θα τιμωρεί τον παράνομο πλουτισμό.
Θα περιμέναμε στο πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή να περιλαμβάνεται η κατάργηση του ΚΒΣ, η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ και η αλλαγή του τρόπου απόδοσής του, η δημιουργία ειδικού επαγγελματικού λογαριασμού, η εκλογίκευση των φορολογικών συντελεστών και η σύνδεσή τους με την καταπολέμηση της ανεργίας, η ενοποίηση των φόρων ακίνητης περιουσίας, ο ορθός προσδιορισμός εισοδήματος και η δίκαιη εφαρμογή των ποινικών διατάξεων.
Δυστυχώς, μετά από περιπλάνηση πολλών μηνών, αντί να κάνουμε βήματα προς τα εμπρός, ξαναγυρίζουμε σε παλιές αμφισβητούμενες συνταγές.
Επισυνάπτεται κείμενο παρατηρήσεων και αιτημάτων της ΕΣΕΕ επί του Πολυνομοσχεδίου που εστάλη στον Υπουργό Οικονομικών, στους Βουλευτές και στα μέλη των Επιτροπών της Βουλής και στα Πολιτικά Κόμματα.
Γενικές Παρατηρήσεις επί του σχεδίου Νόμου
«Επείγουσες Ρυθμίσεις που αφορούν την εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015»
Από την ανάγνωση του πολυνομοσχεδίου, το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή, διαπιστώνεται ότι χάνεται μια ακόμη ευκαιρία η χώρα να αποκτήσει, τουλάχιστον για τη φορολογική νομοθεσία, ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη του πολίτη προς το κράτος προάγοντας έτσι τη φορολογική συνείδηση των πολιτών. Ο Μαραθώνιος των αλλαγών και τροποποιήσεων στο πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών ενισχύει την άποψη ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα έχουμε νέες φορολογικές ρυθμίσεις που θα επιβάλουν νέα και πιο σκληρά μέτρα.
Με βάση την αιτιολογική έκθεση, στο πολυνομοσχέδιο περιλαμβάνονται θέματα κατεπείγοντος χαρακτήρα, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων έχει διαρθρωτικό περιεχόμενο και συνιστά εκπλήρωση ανειλημμένων υποχρεώσεων της κυβέρνησης και συμμόρφωσης της χώρας μας σε τέτοιου είδους υποχρεώσεις.
Συνεπώς, το νομοσχέδιο εξ ορισμού κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση των αναγκών της πραγματικής οικονομίας, αφού για τους ανθρώπους της αγοράς, τους άνεργους και το σύνολο της κοινωνίας, ανειλημμένη υποχρέωση της χώρας είναι η ανάπτυξή της και όχι η επιδείνωση της ύφεσης.
Είναι φανερό ότι από το νομοσχέδιο λείπουν οι διατάξεις οι οποίες θα συμβάλλουν στη εξάλειψη φαινομένων, όπως η γραφειοκρατία, η φοροδιαφυγή και η πολυνομία. Επίσης, δεν υπάρχουν αναπτυξιακές ρυθμίσεις και προτάσεις που θα διαμορφώσουν νέες συνθήκες ανταγωνιστικότητας για τη ελληνική οικονομία.
Άρθρο 3
Στο άρθρο 3 παράγραφος 6β αναφέρονται τα εξής: «6.β. Η περίπτωση α’ του τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 26 του ν.1882/1990 (Α’43), όπως προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 28 του ν. 3943/2011, αντικαθίσταται ως εξής : «α) από το προϊόν του τιμήματος εξοφλούνται πλήρως οι βεβαιωμένες κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. οφειλές, άλλως οι τυχόν εναπομένουσες οφειλές διασφαλίζονται από λοιπά περιουσιακά στοιχεία ή από εγγυήσεις τρίτων.»
Η παραπάνω διάταξη παρουσιάστηκε ότι δήθεν, δίνει το δικαίωμα στους φορολογούμενους πολίτες να εξοφλήσουν τα χρέη τους όχι με χρήματα, που δεν υπάρχουν πλέον, αλλά με μεταβίβαση ακινήτου της επιλογής τους στο Δημόσιο σε συμψηφιστική εξόφληση των χρεών τους από φόρους.
Στην πραγματικότητα η διάταξη που περιλαμβάνεται στο σημερινό νομοσχέδιο απλώς επαναλαμβάνει το έως και σήμερα σε γενικές γραμμές ισχύον, ότι, αν οφείλεις, σου επιτρέπει να μεταβιβάσεις το ακίνητό σου (αν βρεις αγοραστή) και ο συμβολαιογράφος παρακρατεί το τίμημα και το αποδίδει στο Δημόσιο έναντι των χρεών σου. Συγκεκριμένα η εισηγητική έκθεση προβλέπει απλά τα εξής: «Με τις διατάξεις της υποπαραγράφου 6β διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής της βεβαίωσης οφειλής με σκοπό την περαιτέρω διευκόλυνση των οφειλετών του Δημοσίου για μερική εξόφληση των οφειλών τους, μέσω της μεταβίβασης εμπραγμάτων δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα με την τροποποίηση των ισχυουσών διατάξεων παρέχεται η δυνατότητα μεταβίβασης ακινήτου σε τρίτους και καταβολή του συνολικού τιμήματος στο Δημόσιο, ακόμη και αν δεν εξοφλείται η οφειλή, με τον όρο της διασφάλισης του εναπομένοντος ποσού με λοιπά περιουσιακά στοιχεία ή εγγυήσεις τρίτων. Με τις ανωτέρω προτεινόμενες διατάξεις εκτιμάται ότι θα επέλθουν άμεσα εισπρακτικά αποτελέσματα, χωρίς να τίθενται σε κίνδυνο οι εναπομένουσες απαιτήσεις του Δημοσίου».
Επειδή πιθανολογείται ότι λόγω των εν γένει τρεχουσών οικονομικών συνθηκών, του περιορισμού της ρευστότητας και της σημερινής ουσιαστικής δυσχέρειας εκποίησης ακινήτων, φορολογούμενοι με απρόσοδα περιουσιακά στοιχεία και συσσωρευμένες σημαντικές οφειλές ενδέχεται να βρεθούν σε ανυπαίτια αντικειμενική αδυναμία πληρωμής τους, με αποτέλεσμα τη λήψη αναγκαστικών μέτρων και την άσκηση ποινικών διώξεων εναντίον τους, επιβάλλεται να δοθεί στους φορολογούμενους το δικαίωμα της εξόφλησης των χρεών τους με μονομερή μεταβίβαση ακινήτου προς το Δημόσιο, στην αντικειμενική του αξία όπως αυτή εκτιμάται κατά τις περί Φόρου Ακίνητης Περιουσίας διατάξεις του ν. 3842/2010.
Άρθρο 4
- Με το άρθρο 4 παράγραφος 5 μεταβάλλεται μερικώς η σύνθεση της 5μελούς Επιτροπής επίλυσης φορολογικών διαφορών, που εδρεύει στη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών. Στην εν λόγω Επιτροπή μετέχει από τους κοινωνικούς φορείς ο ΣΕΒ και κατά περίπτωση η ΓΣΕΒΕΕ. Επαναφέρουμε την πρότασή μας, στην πενταμελή Επιτροπή, όταν αυτή κρίνει υπόθεση εμπορικής επιχείρησης, να μετέχει εκπρόσωπος της ΕΣΕΕ αντί εκπροσώπου του ΣΕΒ ή της ΓΣΕΒΕΕ.
- Στο άρθρο 4 παράγραφος 11 αναφέρονται τα εξής: «…Ειδικά, για τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές της διαχειριστικής χρήσης του 2011 που εισπράττει καθυστερημένα ο δικαιούχος σε έτος μεταγενέστερο από τις επιχειρήσεις στις οποίες απασχολείται και εφόσον δεν έγινε επίσχεση εργασίας από τους μισθωτούς ή ο εργοδότης δεν κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης, χρόνος απόκτησής τους είναι ο χρόνος στον οποίο εισπράττονται, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές αναγράφονται διακεκριμένα στην ετήσια βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στο δικαιούχο για την ανωτέρω διαχειριστική χρήση.»
Η ρύθμιση κρίνεται ως θετική, καθώς δίνει τη δυνατότητα στους
εργαζόμενους να δηλώνουν τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές
που καθυστερημένα έλαβαν από τους εργοδότες τους, στο έτος είσπραξης. Η εν λόγω ρύθμιση όμως ισχύει μόνο για τη χρήση 2011. Προτείνουμε, η ισχύς της να επεκταθεί και μελλοντικά τουλάχιστον για όσο διαρκεί η κρίση και όχι λιγότερο από μια πενταετία, δηλαδή μέχρι το 2015.
- Στο άρθρο 4 παράγραφος 15 αναφέρονται οι τεχνικές ελέγχου για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος, ενώ προβλέπεται ότι με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται το ειδικότερο περιεχόμενο των συγκεκριμένων τεχνικών, ο τρόπος εφαρμογής τους και κάθε σχετικό θέμα. Διαφωνούμε με αυτήν την υπερεξουσία που δίνεται στον Υπουργό Οικονομικών και θεωρούμε ότι, η όποια ρύθμιση για τον προσδιορισμό φορολογητέου εισοδήματος θα πρέπει να προσδιορίζεται άμεσα με νόμο και να μην καθορίζονται οι όροι, οι προδιαγραφές και οι τεχνικές ελέγχου, βάσει υπουργικών αποφάσεων.
Η εν λόγω διάταξη με τη διατύπωση που έχει, εγείρει ακόμη και θέματα αντισυνταγματικότητας, καθώς κανένας φόρος δεν επιβάλλεται, ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο, ενώ ειδικά προβλέπεται ότι το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία και η απονομή των συντάξεων δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης (άρθρο 78 Συντάγματος).
- Στο άρθρο 4 παράγραφος 16 αναφέρονται τα εξής:
«16. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 82 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Στις ανώνυμες εταιρίες και στις εταιρίες περιορισμένης ευθύνης του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, για τα οποία δεν έχει εκδοθεί φορολογικό πιστοποιητικό σύμφωνα με όσα ορίζονται ανωτέρω, διενεργείται κατά προτεραιότητα φορολογικός έλεγχος από την αρμόδια φορολογική αρχή και επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση πρόστιμο από 10.000 Ευρώ έως 100.000 Ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του ν. 2523/1997 ανάλογα με τα ακαθάριστα έσοδα που έχουν πραγματοποιήσει κατά την ελεγχόμενη διαχειριστική περίοδο».
Σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ. 4 του Κ.Φ.Ε. οι «Νόμιμοι ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία, που είναι εγγεγραμμένοι στο δημόσιο μητρώο του ν. 3693/2008 (ΦΕΚ 174 Α’) και διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους σε ανώνυμες εταιρείες και εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, υποχρεούνται στην έκδοση ετήσιου πιστοποιητικού. Το πιστοποιητικό αυτό εκδίδεται μετά από έλεγχο που διενεργείται, παράλληλα με τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης, ως προς την εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων σε φορολογικά αντικείμενα….»
Με το εδάφιο που προστίθεται σήμερα, οι Α.Ε. και οι Ε.Π.Ε. που υπόκεινται σε έλεγχο από Ορκωτούς Ελεγκτές – Λογιστές κατά το ν. 2190/1920, θα πρέπει υποχρεωτικά να ζητούν από τους εκλεγμένους Ορκωτούς Λογιστές, να τους χορηγούν εκτός από το πιστοποιητικό του Διαχειριστικού Ελέγχου και Πιστοποιητικό Φορολογικού Ελέγχου. Το κόστος έκδοσης του Φορολογικού Πιστοποιητικού από τις Ελεγκτικές Εταιρείες είναι ιδιαιτέρως ακριβό. Δηλαδή οι Α.Ε. και οι Ε.Π.Ε. που υπόκεινται σε έλεγχο από Ορκωτούς Ελεγκτές – Λογιστές, θα πρέπει να καταβάλλουν δύο (2) αμοιβές στους Ελεγκτές τους (αντί για μία αμοιβή μέχρι σήμερα), μια για το πιστοποιητικό του Διαχειριστικού Ελέγχου και μια για το Πιστοποιητικό Φορολογικού Ελέγχου. Αν δεν καταβάλουν την τσουχτερή αμοιβή και φυσικά δε λάβουν το Φορολογικό Πιστοποιητικό θα κινδυνεύουν να τους επιβληθεί πρόστιμο από 10.000 έως 100.000 ευρώ.
Κατά συνέπεια, προτείνουμε οι εν λόγω εταιρείες να έχουν τη δυνατότητα άρνησης καταβολής αμοιβής και λήψης φορολογικού πιστοποιητικού από τους Ορκωτούς τους, ζητώντας από τη φορολογική Αρχή τον κατά προτεραιότητα φορολογικό τους έλεγχο, χωρίς την επιβολή κυρώσεων.
Άρθρο 11
Στο άρθρο 11 προβλέπεται η νομοθετική εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής να εκδίδουν Υπουργική Απόφαση για την διενέργεια εμπορικών εκθέσεων. Ενώ οι προσαρμογές, κυρίως των προστίμων, ήταν αναγκαίες, εντούτοις εκφράζουμε επιφυλάξεις για την δυνατότητα που δίνεται της εξαίρεσης των μικρών εκθέσεων (κάτω των 1000 τμ.) από τις διατάξεις του νόμου. Σε κάθε περίπτωση και επειδή οι εκθέσεις πολλές φορές λειτουργούν ως παράνομα παζάρια υπαιθρίου εμπορίου, παρακαλούμε, πριν την έκδοση της Υπουργικής Απόφασης, να αποσταλεί το σχέδιό της στην ΕΣΕΕ προς σχολιασμό.
Άρθρο 12
Στο άρθρο 12 περιέχονται διατάξεις για τον έλεγχο και τις ποινές του παράνομου υπαιθρίου εμπορίου. Η ΕΣΕΕ επικροτεί τις σχετικές διατάξεις, με τις οποίες «ξαναζωντανεύουν» τα κλιμάκια ελέγχου που είχαν ατονίσει και τα οποία -υπαγόμενα πλέον στην Ειδική Γραμματεία Εποπτείας της Αγοράς- αναλαμβάνουν νέο ρόλο για την διασφάλιση της αγοράς από τις στρεβλώσεις του παράνομου υπαιθρίου εμπορίου. Έχουν αρμοδιότητα σε όλη την επικράτεια, μαζί με τα κλιμάκια ελέγχου των Περιφερειών.
Άρθρο 14
- Mε τις διατάξεις του συγκεκριμένου άρθρου, μεταβάλλεται ο τρόπος καθορισμού του ανώτατου αριθμού παροχή αδειών υπαιθρίου εμπορίου σε μία δεδομένη περιοχή: Για το πλανόδιο και στάσιμο εμπόριο διαρκών προϊόντων αποφασίζει ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, μετά από γνώμη των Δημοτικών Συμβουλίων. Για το πλανόδιο και στάσιμο εμπόριο προϊόντων γης και θάλασσας αποφασίζουν με κοινή Υπουργική Απόφαση οι Υπουργοί Εσωτερικών και Ανάπτυξης, μετά από γνώμη πάλι του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Οι διατάξεις είναι θετικές, καθώς παύει η παντοδυναμία των Δημοτικών Συμβουλίων και τίθεται ένας ακόμη διοικητικός φορέας ελέγχου, που είναι οι θεσμοθετημένοι φορείς του Κράτους.
- Στο άρθρο 14 προβλέπονται οι διαδικασίες παροχής άδειας άσκησης στάσιμου υπαιθρίου εμπορίου σε ανέργους διαφόρων κατηγοριών. Ωστόσο, μεταξύ αυτών, δεν περιέχονται οι άνεργοι έμποροι. Δεδομένης της πρόσφατης θεσμοθέτησης του επιδόματος ανεργίας του εμπόρου που έκλεισε την επιχείρησή του και της κάλυψης υγείας του ίδιου και της οικογένειάς του για 2 χρόνια μετά το κλείσιμο της επιχείρησης, θεωρούμε ότι είναι σκόπιμο στην κατηγορία των δικαιούχων ανέργων να συμπεριληφθούν και οι άνεργοι έμποροι.
Άρθρο 17
Στο άρθρο 17 προβλέπεται η διαδικασία απορρόφησης του ΕΟΜΜΕΧ από το ΕΤΕΑΝ. Ωστόσο, οι σχετικές διατάξεις του σχεδίου νόμου, στην ουσία διαλύουν τον Οργανισμό και δεν τον συγχωνεύουν. Κατά το σχέδιο, τα προγράμματα και οι δραστηριότητες του ΕΟΜΜΕΧ μεταφέρονται στο Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, οι εταιρείες του Οργανισμού καταργούνται και το λειτουργικό κομμάτι, μαζί με τους υπαλλήλους, μεταφέρεται στο ΕΤΕΑΝ. Έτσι, τριχοτομείται ο Οργανισμός και στην ουσία δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να παρέχει το έργο που πρόσφερε. Θεωρούμε ότι ο ΕΟΜΜΕΧ πρέπει να μεταφερθεί στο ΕΤΕΑΝ στο σύνολό του και μαζί με τις αρμοδιότητές του και τον υποστηρικτικό μηχανισμό, μεταφέροντας παράλληλα και την εμπειρία του για την υποστήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Θέση της ΕΣΕΕ είναι ότι για την συγχώνευση του ΕΟΜΜΕΧ πρέπει να εφαρμοστούν οι διατάξεις της πρόσφατης κοινής Υπουργικής Απόφασης και όχι του παρόντος σχεδίου νόμου.
Άρθρο 21
Στο άρθρο 21 προβλέπεται η διευρυμένη επανέναρξη λειτουργίας ρυθμίσεων καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις είναι αναντίρρητα θετικές, η σύμπτωσή τους ωστόσο με τις αντίστοιχες ρυθμίσεις για την καταβολή των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, ενδέχεται να επηρεάσει την αποτελεσματικότητά τους. Κατά συνέπεια και για να βοηθηθούν πραγματικά οι επιχειρήσεις αλλά και να ωφεληθούν παράλληλα τα Ταμεία, θα πρέπει να προβλεφθούν ελαστικότεροι όροι δόσεων, με τα αυτά ποσοστά έκπτωσης επί των προσαυξήσεων και αόριστη διάρκεια. Θετική κρίνεται και η αναστολή των αναγκαστικών μέτρων, υπό την προϋπόθεση της συμμετοχής στην ρύθμιση.