Ο βιογράφος του Τζομπς στο TIME αποκλειστικά για την Ελλάδα. Γουόλτερ Άιζακσον, Αποτίμηση, 6 Οκτωβρίου 2011
Ο θρύλος του Στιβ Τζομπς είναι για την ψηφιακή επανάσταση ό, τι είναι η Γένεση για τη Βίβλο: η δημιουργία μίας νέας εταιρίας στο γκαράζ των γονιών σου και η μετατροπή της στην εταιρεία με τη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία στον κόσμο. Αν και δεν εφηύρε ο ίδιος πολλά πράγματα, ο Τζομπς ήταν ειδικός στο να συνδυάζει τις ιδέες με τη τέχνη και τη τεχνολογία με τρόπο που επανειλημμένα εφηύρε το μέλλον.
Σε όλη την πορεία του, δεν παρήγε μόνο καινοτόμα προϊόντα, αλλά επίσης, στη δεύτερη προσπάθειά του, μία ανθεκτική εταιρεία, προικισμένη με το DNA του, η οποία είναι γεμάτη με δημιουργικούς σχεδιαστές και ριψοκίνδυνους μηχανικούς που μπορούν να συνεχίσουν το όραμά του.
Ο Τζομπς επομένως έγινε το σπουδαιότερο στέλεχος επιχείρησης της εποχής μας, κάποιος που είναι βέβαιο ότι θα τον θυμούνται σε έναν αιώνα από σήμερα. Η Ιστορία θα τον τοποθετήσει στο πάνθεο δίπλα από τον Έντισον και τον Φορντ. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον της εποχής του, έφτιαξε προϊόντα πέρα για πέρα καινοτόμα, συνδυάζοντας τη δύναμη της ποίησης με τους επεξεργαστές.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 2004, δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από εκείνον. Υπήρξε απροκατάληπτα φιλικός προς εμένα όλα αυτά τα χρόνια, με περιστασιακές εκρήξεις έντασης, ειδικά όταν παρουσίαζε ένα νέο προϊόν που ήθελε να δεί στο εξώφυλλο του Time ή στο CNN, μέσα που εγώ εργαζόμουν. Αλλά τώρα που δεν εργαζόμουν πια εκεί, δεν είχα συχνά νέα του. Μιλήσαμε για λίγο για το Ινστιτούτο Άσπεν, στο οποίο εγώ πρόσφατα είχα προσχωρήσει, και τον προσκάλεσα να μιλήσει στο καλοκαιρινό μας κάμπους στο Κολοράντο. Θα ήθελε να έρθει, είπε, αλλά όχι να ανέβει στη σκηνή. Ήθελε, είπε να κάνουμε μία βόλτα για να μιλήσουμε.
Αλλά αργότερα συνειδητοποίησα ότι με είχε πάρει τηλέφωνο λίγο πριν μπει στο χειρουργείο με καρκίνο για πρώτη φορά. Καθώς τον έβλεπα να παλεύει με την ασθένεια, με μία αξιοθαύμαστη ένταση συνδυασμένη με έναν εκπληκτικό συναισθηματικό ρομαντισμό, τον βρήκα ακαταμάχητο και συνειδητοποίησα πόσο ριζωμένη ήταν η προσωπικότητά του στα προϊόντα που δημιουργούσε. Τα πάθη, η τελειομανία, οι δαίμονες, οι επιθυμίες, η τέχνη, το δαιμόνιο και η εμμονή του με τον έλεγχο ήταν αδιάρρηκτα συνδεδεμένα με την προσέγγιση του στην επιχειρηματικότητα, και έτσι αποφάσισα να προσπαθήσω να γράψω την ιστορία του ως μια περιπτωσιολογική μελέτη δημιουργικότητας.
Όλη αυτή η ένταση ενθάρρυνε μέσα του μια δυαδική θέαση του κόσμου. Οι συνεργάτες του λένε πως έπασχε από ένα σύνδρομο διχοτόμησης: κάποιος μπορεί να ήταν γι’ αυτόν ή ήρωας ή ηλίθιος – καμιά φορά και τα δύο, μέσα στην ίδια μέρα. Η ίδια «μαυρόασπρη» αντιμετώπιση ίσχυε και για τα προϊόντα, τις ιδέες, ακόμη και το φαγητό: το καθετί ήταν ή «το καλύτερο πράγμα στον κόσμο», ή η απόλυτη αποτυχία. Μπορούσε να δοκιμάσει δύο αβοκάντο, που για έναν απλό θνητό θα ήταν απολύτως όμοια, και να διακηρύξει πως το ένα ήταν το καλύτερο αβοκάντο που καλλιεργήθηκε ποτέ, ενώ το άλλο ακατάλληλο για κατανάλωση.
Συνειδητοποίησε ενστικτωδώς ποια «σήματα» έστελνε ένα σωστό ντιζάιν στους χρήστες. Όταν μαζί με τον συνεργάτη του σχεδιαστή Τζόνι Άιβ, έφτιαξαν τον πρώτο iMac το 1998, ο Άιβ αποφάσισε να εγκαταστήσει ένα χερούλι στο πάνω μέρος του. Ήταν πιο πολύ ένα σχεδιαστικό – και σημειολογικό – παιχνίδι, παρά μια λειτουργική προσθήκη. Το iMac ήταν ένας επιτραπέζιος υπολογιστής. Λίγοι άνθρωποι θα τον μετέφεραν από μέρος σε μέρος.
Η τελειομανία του τον οδήγησε στην εμμονή για πλήρη έλεγχο των προϊόντων σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας – κάτι που ίσχυσε για όλα ανεξαιρέτως τα προϊόντα της Apple. Οι περισσότεροι «χάκερ» και ενθουσιώδεις χρήστες λάτρευαν να «προσωποποιούν» τους υπολογιστές τους, τροποποιώντας διαφορά χαρακτηριστικά τους και συνδέοντας σε αυτά διάφορα εξαρτήματα και περιφερειακά. Για τον Τζομπς, αυτή η ποικιλία δυνατοτήτων ήταν πραγματική απειλή για την ομαλή εμπειρία του τελικού χρήστη.
Το ένστικτο του Τζομπς για πλήρη έλεγχο σήμαινε πως έβγαζε φλύκταινες όταν σκεφτόταν ότι το τέλειο λογισμικό της Apple θα έτρεχε σε μηχανήματα της πλάκας κάποιας άλλης εταιρείας. Εξίσου αλλεργικός ήταν στην ιδέα ότι μη εγκεκριμένες εφαρμογές ή αρχεία περιεχομένου θα «μόλυναν» την τελειότητα λειτουργίας μιας συσκευής της Apple. Αυτή η ικανότητα να ενσωματώνει υλικό, λογισμικό και περιεχόμενο σε ένα ενιαίο σύστημα του επέτρεψε να επιβάλει την απλότητα. Ο αστρονόμος Γιόχανες Κέπλερ έλεγε ότι «η φύση αγαπά την απλότητα και την ενότητα». Το ίδιο και ο Στιβ Τζομπς.
Όταν το μερίδιο αγοράς της Apple υποχώρησε κάτω από το 5%, η προσέγγιση της Microsoft αναδείχθηκε νικήτρια στο «βασίλειο» των προσωπικών υπολογιστών. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, απεδείχθη ότι υπήρχαν κάποια πλεονεκτήματα στο μοντέλο του Τζομπς. Η επιμονή του στο ολοκληρωμένο περιβάλλον έδωσε στην Apple, στις αρχές του 2000, ένα πλεονέκτημα στην αναπτυσσόμενη στρατηγική του «ψηφιακού κέντρου», η οποία επέτρεπε στον επιτραπέζιο υπολογιστή να συνδέεται απρόσκοπτα με μία σειρά φορητών συσκευών και με αυτό τον τρόπο να διαχειρίζεσαι τον ψηφιακό του περιεχόμενο.
Για τον Τζομπς, η πίστη στο ολοκληρωμένο περιβάλλον ήταν ζήτημα ηθικής. «Δεν τα κάνουμε αυτά επειδή είμαστε μανιακοί με τον έλεγχο» εξήγησε. «Τα κάνουμε επειδή θέλουμε να δημιουργούμε σπουδαία προϊόντα, επειδή ενδιαφερόμαστε για τον χρήστη και επειδή θέλουμε να έχουμε την ευθύνη όλης της εμπειρίας παρά να εμπιστευόμαστε τις αηδίες που φτιάχνουν οι άλλοι». Πίστευε επίσης ότι έκανε λειτούργημα. «Είναι απασχολημένοι με το να κάνουν αυτό που κάνουν καλύτερα και θέλουν από εμάς να κάνουμε αυτό που κάνουμε καλύτερα. Οι ζωές τους είναι πολυάσχολες. Έχουν άλλα πράγματα να κάνουν από το να σκέφτονται πως να συνδυάσουν τους υπολογιστές και τις συσκευές τους».
Πριν από μερικές εβδομάδες, επισκέφθηκα τον Τζομπς για τελευταία φορά στο σπίτι του στο Πάλο Άλτο. Είχε μεταφερθεί σε ένα δωμάτιο στον κάτω όροφο, επειδή ήταν πολύ αδύναμος για να ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες, και παρότι διπλωνόταν από τον πόνο, το μυαλό του ήταν ακόμη κοφτερό και το χιούμορ του ζωηρό. Μιλήσαμε για την παιδική του ηλικία και μου έδωσε κάποιες φωτογραφίες του πατέρα και της οικογένειάς του για να χρησιμοποιήσω στη βιογραφία μου.