Η ενίσχυση του τουρισμού της Αθήνας, άρα και της οικονομίας και της απασχόλησης της ευρύτερης περιοχής, πρέπει να είναι το κύριο ζητούμενο στις συνολικές ωφέλειες που θα προκύψουν από την παράταση της σύμβασης του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ).
Ο ΔΑΑ με δυναμικότητα 35.000.000 επιβατών ετησίως εξυπηρετεί 15.000.000 που βαίνουν μειούμενοι τα τελευταία έτη. Μία προοπτική αύξησης μπορεί να είναι εφικτή μόνον εάν αντιμετωπισθεί το θέμα των υπερβολικά υψηλών χρεώσεων του αερολιμένα. Σήμερα ο ΔΑΑ και το Δημόσιο χρεώνουν (σύνολο χρεώσεων για πτήση εξωτερικού με Αirbus Α320 και 100 επιβάτες εντός ΕΕ) 42 Ευρώ/επιβάτη, ενώ τα αεροδρόμια της Βαρκελώνης 17 Ευρώ, Ρώμης 18 Ευρώ, Κωνσταντινούπολης 16 Ευρώ, Λισαβόνας 16 Ευρώ, είναι δηλαδή κατά 250% ακριβότερος από τα αντίστοιχα ανταγωνιστικά αεροδρόμια της Μεσογείου.
Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται αναγκαία η επανεξέταση των χρεώσεων και η μείωση τους κατά 50%, ώστε να πλησιάσουν τα επίπεδα των ανταγωνιστριών χωρών. Σε αυτή την περίπτωση και σε ετήσια βάση, οι επιβάτες εκτιμάται ότι τα επόμενα 2 – 3 έτη θα αυξηθούν κατά 1,5 εκατ. με επιπλέον συμβολή στο ΑΕΠ 960 εκατ. Ευρώ και παράλληλη αύξηση των εσόδων του Δημοσίου 288 εκατ. Ευρώ.
Πέραν του προφανούς οφέλους της τοπικής και εθνικής οικονομίας μπορεί, παρά τις μειώσεις, να διασφαλισθεί και η κερδοφορία του ΔΑΑ ως εξής:
α. Το σύνολο του Σπατοσήμου (ΤΕΕΑ) από χρήση του αεροδρομίου να παραμένει 100% εις όφελος του ΔΑΑ (σήμερα το 25% πηγαίνει στο Δημόσιο).
β. Το Τέλος Αεροναυτιλίας (Terminal Navigation Charge) που χρεώνει από το 2010 η ΥΠΑ για την χρήση του αεροδρομίου να παραμένει εις όφελος του ΔΑΑ (σήμερα το 100% πηγαίνει στο Δημόσιο).
γ. Το τίμημα της επιμήκυνσης της σύμβασης κατά 20 έτη να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο ως άμεσο έσοδο του Δημοσίου, αλλά και για να διασφαλίσει χαμηλότερες χρεώσεις διαχρονικά.
Καλούμε την Κυβέρνηση να προχωρήσει άμεσα, παράλληλα με την υπογραφή της νέας σύμβασης επιμήκυνσης, στην εξορθολογικοποίηση των χρεώσεων του ΔΑΑ, διότι η συνέχιση των παράλογων και ασύμμετρα υψηλών σημερινών χρεώσεων, θα οδηγήσει με βεβαιότητα στην περαιτέρω τουριστική περιθωριοποίηση της Αθήνας, αλλά και στην απαξίωση των ελληνικών αεροπορικών εταιρειών που στηρίζουν τα δημόσια έσοδα και την απασχόληση.