«Κρίσιμη στροφή για την ελληνική οικονομία, αποτελεί το 2011.” Τόνισε ο Υπουργός Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, κ. Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, στην ομιλία του στην ολομέλεια της Βουλής για το νέο Επενδυτικό Νόμο.
Όπως επισήμανε χαρακτηριστικά ο υπουργός, «Η ανάπτυξη είναι βαθειά πολιτική έννοια και αντανακλά το πώς αντιλαμβανόμαστε τη σχέση του κράτους με τον επιχειρηματία, τον κοινωνικό πλούτο, τις παραγωγικές δομές, τους πόρους μας, φυσικούς, ιστορικούς, πολιτιστικούς, αλλά κυρίως, ανθρώπινους. Χωρίς ανάπτυξη που προάγει αξίες και δεν βάζει στο επίκεντρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, στην κρίση και μετά από αυτήν, δεν πρόκειται να πετύχουμε».
Στην ομιλία του ο κ. Μιχάλης Χρυσοχοίδης ανέπτυξε τα βασικά σημεία του νόμου και αναφέρθηκε στους στόχους του νέου επενδυτικού πλαισίου που συνοψίζονται στα εξής:
– Στη βελτίωση της ποιότητας των επενδύσεων
– Στην αύξηση της παραγωγικότητας
– Στην ενίσχυση της εξωστρέφειας
– Στην οικονομική αποτελεσματικότητα
– Στην περιφερειακή συνοχή
Για πρώτη φορά στην ιστορία των επενδυτικών νόμων υπάρχει ετήσιος προϋπολογισμός, οι προκηρύξεις για υποβολή σχεδίων γίνονται δύο φορές το χρόνο (Απρίλιο και Οκτώβριο), καθιερώνονται αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια (η διαδικασία είναι αυτοματοποιημένη κατά 90%), πριμοδοτούνται κατηγορίες οικονομικών δραστηριοτήτων και όχι κλάδοι και χρησιμοποιούνται οι φοροαπαλλαγές ως βασικό μέτρο ενίσχυσης.
Λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις και προτάσεις των πολιτικών κομμάτων, φορέων, οικονομολόγων και ανθρώπων της αγοράς, ο Υπουργός Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας προχώρησε σε σειρά τροποποιήσεων και βελτιώσεων που περιλήφθηκαν στο τελικό σχέδιο νόμου. Μεταξύ αυτών, σύμφωνα με την ομιλία του υπουργού στην ολομέλεια της Βουλής, περιλαμβάνονται:
– Η αύξηση του χρόνου διάρκειας των φοροαπαλλαγών από 6 χρόνια για τις υφιστάμενες επιχειρήσεις και 8 χρόνια για τις νέες, σε 8 και 10 χρόνια αντίστοιχα.
– Η μείωση στο 50% του κατώτατου ύψους επενδυτικών σχεδίων γενικής επιχειρηματικότητας κατά κατηγορία επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, για τις μεγάλες επιχειρήσεις από 1 εκ € κατώτατη επένδυση, διαμορφώθηκε στις 500.000 €, για τις μεσαίες από 500.000 € στις 250.000 €, στις μικρές από 300.000 € το κατώτατο ύψος επένδυσης έγινε 150.000 € και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, από 200.000 € διαμορφώθηκε στις 100.000 €. Η μείωση αυτή έγινε με σκοπό να ενθαρρυνθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να συμμετέχουν.