Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Μέσα από την διαβούλευση αλλάξαμε σημαντικά θέματα στα άρθρα, και θα ήθελα να ευχαριστήσω όλα τα κόμματα για την εξαιρετικά παραγωγική τους στάση, όλους τους φορείς που ανέδειξαν τις ιδιαιτερότητες των αναγκών τους, αλλά και τους πολίτες που αφιέρωσαν χρόνο για να κάνουν αυτό το νομοσχέδιο καλύτερο. Θα έχουμε την ευκαιρία στην συζήτηση επί τον άρθρων να αναδείξουμε τις βελτιώσεις που υιοθετήσαμε.
κ. Πρόεδρε,
κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η δύναμη αυτού του κοινοβουλίου επαφίεται στην δυνατότητά μας να ανταποκρινόμαστε έγκαιρα στις ανάγκες του πολίτη. Βεβαίως μέσα από τις ιδεολογικές προτεραιότητες που ο καθένας μας προτάσσει. Αλλά με μια διάθεση επίλυσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι συμπολίτες μας.
Στη σημερινή επί της αρχής συζήτηση μας θα μείνω «επί της αρχής» του νομοσχεδίου. Διότι οι αρχές που διέπουν αυτό το νομοσχέδιο έχουν για όλους μας τεράστια αξία. Ο κίνδυνος όμως σε τέτοιες συζητήσεις είναι να γίνουν τόσο αόριστες, που δίνουν την εντύπωση ότι δεν αφορούν τον πολίτη. Συχνά, ο κόσμος μας ακούει και αισθάνεται ότι συζητούμε μέσα σε μια γυάλα, αποκομμένη από την πραγματικότητα που εκείνος βιώνει. Θα προσπαθήσω να αποφύγω αυτήν την παγίδα μιλώντας για έναν πολίτη. Ένα συγκεκριμένο πολίτη.
Το όνομά της είναι Αθηνά και είναι ένας από τους νέους δημιουργούς της πατρίδας μας. Είναι μια νέα γυναίκα που ανακάλυψε ότι έχει ταλέντο να κάνει ποιοτικές κινηματογραφικές ταινίες, οι οποίες έχουν βραβευτεί σε διάφορες χώρες του κόσμου. Εκτός από ταλαντούχος καλλιτέχνης είναι και πολύ ανήσυχο πνεύμα. Οι ταινίες της μιλούν για τον έρωτα, για την οικογένεια, για τις σχέσεις των ανθρώπων. Προβληματίζουν και συχνά σοκάρουν, αλλά δεν φοβούνται να αναδείξουν θέματα που η κοινωνία μας αποφεύγει και τα φέρνει στο τραπέζι για να τα συζητήσουμε.
Μέσα από την τέχνη της η Αθηνά δεν χαϊδεύει. Θα έλεγα ότι η τέχνη της δαγκώνει. Εκτός των άλλων η Αθηνά είναι και πρέσβειρα για το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό μας, αλλά και την πατρίδα μας γενικότερα. Όπου βρεθεί και όπου σταθεί την ρωτούν για την Ελλάδα, για την κρίση, για τον κινηματογράφο και τον πολιτισμό στην χώρα μας. Και εκείνη μιλάει για μια νέα Ελλάδα που παλεύει να γεννηθεί, για τους νέους που θέλουν να δημιουργήσουν, για το ταλέντο που υπάρχει άφθονο στη χώρα μας.
Μιλάει για το Φίλιππο, το Σύλλα και το Γιώργο, τους οποίους θα μπορούσε να ανταγωνίζεται. Αλλά μιλάει για αυτούς λες και είναι ήρωες μέσα στην ίδια περιπέτεια. Μιλάει για τις απεριόριστες δυνατότητες του Ελληνικού σύγχρονου πολιτισμού αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Στέκεται στους ώμους άλλων που με θυσίες της άνοιξαν τον δρόμο: το Θόδωρο, τον Παντελή, τον Γιάννη και τόσους άλλους. Ο λόγος που τους κατονομάζω είναι, ότι συχνά ξεχνάμε ότι οι αποφάσεις μας αλλάζουν την ζωή πραγματικών ανθρώπων και ένα τέτοιο νομοσχέδιο αυτό προσπαθεί να κάνει.
Όμως η Αθηνά δεν είναι μόνο καλλιτέχνης, σκεπτόμενη και πρέσβειρα του σύγχρονου πολιτισμού μας. Η Αθηνά είναι και εργοδότης. Κόβει μισθοδοσία, προσλαμβάνει και απολύει, προωθεί και διαφημίζει, επενδύει και ρισκάρει. Αν στο μυαλό σας εργοδότης είναι συνήθως άντρας, καθισμένος πίσω από ένα γραφείο τότε θα δυσκολευτείτε να δείτε την Αθηνά σαν άνθρωπο που συμβάλει άμεσα στην αύξηση του ΑΕΠ και στην μείωση της ανεργίας. Όμως το κάνει. Και αξίζει το σεβασμό μας που τα καταφέρνει.
Η πολιτεία έχει κάθε λόγο να βοηθήσει το έργο της Αθηνάς. Όχι μόνο γιατί έχει σημαντική πολιτιστική αξία, αλλά και διότι έχει επιχειρηματική. Διότι η βοήθεια που θέλουμε να της προσφέρουμε, στο επιχειρηματικό τουλάχιστον μέρος της δουλειάς της, λίγο διαφέρει από την βοήθεια που δίνουμε στους ξενοδόχους, στους ιχθυοτρόφους ή στους εφοπλιστές για να υπηρετήσουν τις άγονες γραμμές. Αλλά παρότι θέλουμε και έχουμε ταχθεί να βοηθήσουμε την Αθηνά πολύ λίγα από τα χρήματα που έχουμε τάξει στον κινηματογράφο φτάνουν εκεί που γίνεται η παραγωγή. Για την ακρίβεια λιγότερα από ένα στα πέντε ευρώ που δίνουμε στον κινηματογράφο φτάνουν στους ανθρώπους που δημιουργούν σήμερα αυτή την τέχνη και αυτή την επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Τα υπόλοιπα δεν ξεκίνησαν με πρόθεση να χαθούν στο δρόμο, αλλά αυτό έγινε.
Είπαμε ότι θα αφιερώνουμε χρήματα για να βρούμε νέους δημιουργούς και στην πορεία έγιναν λειτουργικά έξοδα οργανισμών. Είπαμε ότι θα αφιερώσουμε χρήματα για να φέρουμε σε επαφή τους καλλιτέχνες με τους γίγαντες του παγκόσμιου κινηματογράφου και έγιναν φιέστες αμφίβολης αισθητικής και σίγουρης αναποτελεσματικότητας. Και είπαμε ότι θα αφιερώνουμε χρήματα για να προωθήσουμε τις Ελληνικές ταινίες και στην πραγματικότητα τα δώσαμε σε σουίτες ξενοδοχείων. Η Αθηνά δυσκολεύτηκε πέρυσι να βρει τα χρήματα για να κάνει κόπιες της ταινίας της και να τις στείλει στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ της Βενετίας. Ενός από τα σημαντικότερα φεστιβάλ του κόσμου. Αυτό και μόνο δείχνει ότι ενώ ο λόγος μας σέβεται το έργο της, οι πράξεις μας το απαξιώνουν. Εκεί εστιάζεται και η δυσκολία των πολιτών να καταλάβουν ότι μέσα σε αυτό το κοινοβούλιο γίνεται ένα αξιέπαινο έργο.
Όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε το νομοσχέδιο βάλαμε τρεις στόχους: Πρώτα απ΄όλα να αυξήσουμε τα χρήματα που πηγαίνουν στην παραγωγή. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι μια σημαντική αύξηση θα έρθει από εκεί. Ξεκινήσαμε με το φορολογικό νομοσχέδιο όπου περάσαμε για πρώτη φορά γενναία φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις στον κινηματογράφο. Σημαντική ενίσχυση προς την παραγωγή θα υπάρξει μέσα από άλλα μέτρα που περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο. Κυρίως μέσα από την ανακατανομή υπαρχόντων κονδυλίων. Στην ορθότερη αξιοποίηση των πόρων θα συμβάλλουν καθοριστικά η διαφάνεια και η λογοδοσία που απαιτούμε από τους οργανισμούς που ασχολούνται με την καθημερινή άσκηση της πολιτικής μας για τον κινηματογράφο. Με απλούστερες, καθαρότερες δομές και ενισχυμένους ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Ύστερα, θέλαμε να αυξήσουμε τις πηγές των χρημάτων. Τα κανάλια μέσα από τα οποία φτάνουν χρήματα στον κινηματογράφο. Βάλαμε στο παιχνίδι πολύ πιο ουσιαστικά τους ιδιώτες, τα τηλεοπτικά κανάλια, τα συνδρομητικά, τους παρόχους υπηρεσιών τηλεπικοινωνίας, αλλά και τη δημόσια τηλεόραση. Δημιουργήσαμε μηχανισμούς και την προσέλκυση ξένων παραγωγών.
Αυτό όμως που θα πρέπει να λογίζεται ως πιο σημαντικό είναι ότι: Ξεδοντιάσαμε την γραφειοκρατία που για τόσο καιρό παρακρατούσε κονδύλια από τους μηχανισμούς της πολιτείας, και τα κατευθύναμε στην παραγωγή. Αυτό από μόνο του είναι μια τομή στον τρόπο που γινόντουσαν τα πράγματα μέχρι σήμερα.
Θα ήθελα να αναφερθώ σε μερικά ακόμη ζητήματα που άπτονται της συζήτησης «επί των αρχών».
Το πρώτο αφορά την παράλειψη από το νομοσχέδιο κάποιων αξιόλογων θεσμών που συμπληρώνουν την εικόνα του ελληνικού κινηματογράφου. Πρώτον την κινηματογραφική παιδεία. Είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Είναι όμως μια δουλειά που πρέπει να γίνει με το υπουργείο Παιδείας, ενταγμένη μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. Είναι στα άμεσα σχέδιά μας να αφιερώσουμε ανθρώπινους και υλικούς πόρους για την οριστική επίλυση του συγκεκριμένου ζητήματος. Ακόμα, το νομοσχέδιο δεν αναφέρει την Ταινιοθήκη, το ιστορικό Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Δράμας, καθώς και τις κινηματογραφικές λέσχες. Κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και έχει τις δικές τις ιδιαιτερότητες. Έπρεπε όμως να τραβήξουμε τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ νομοθετικού πλαισίου και πολιτιστικής πολιτικής. Πολλές φορές στο παρελθόν, η νομοθετική διαδικασία οδηγούσε σε αναφορές οι οποίες δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν ή παρέμεναν αίολες σε ότι αφορά τις ευθύνες που δημιουργούσαν είτε στην πολιτεία είτε στους φορείς. Ήταν θέμα αρχής το νομοσχέδιο να μην αναφέρεται σε φορείς ή θεσμούς στους με τους οποίους η πολιτεία δεν έχει μια ξεκάθαρη αμφίδρομη σχέση. Έχουμε ήδη δεσμευτεί να προχωρήσουμε άμεσα σε περαιτέρω διάλογο με αυτούς τους φορείς, για να βρεθεί η κατάλληλη λύση για τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξη τους.
Ένα άλλο ζήτημα που προκάλεσε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης είναι το ότι δεν συμπεριλήφθηκε αναφορά σε οποιαδήποτε μορφή κρατικών βραβείων. Η αρχική μας θέση, ήταν ότι το κράτος δεν μπορεί να ενισχύει όλες τις τέχνες και κατά τον ίδιο τρόπο. Στην περίπτωση του κινηματογράφου, πιστεύαμε, ότι ήταν αμφίβολη η σκοπιμότητα της απονομής κινηματογραφικών βραβείων κάτω από το βαρύ χέρι του κράτους. Η άποψη μας άλλαξε μετά τη διαβούλευση με τους πολίτες, τους φορείς και τους εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων και σήμερα αναζητούμε το συλλογικό φορέα που θα κάνει την διαδικασία επαρκώς δημοκρατική και διάφανη. Έχουμε προτάσεις στο τραπέζι και θα θέλαμε να τις δούμε να υλοποιούνται. Όμως δεν θα νομοθετήσουμε υπέρ μιας λύσης. Θα συνεργαστούμε με όποιον μας πείσει για την φερεγγυότητα του, και τη δυνατότητά του να εκπροσωπήσει το χώρο.
Τέλος θα ήθελα να αναφερθώ στην απόφασή μας ο υπουργός να είναι υπεύθυνος για την επιλογή των μελών του ΔΣ ενός οργανισμού. Αυτό έγινε για δύο λόγους. Και οι δύο λόγοι είναι θέμα αρχής. Ο πρώτος λόγος αφορά την διαδικασία χρηματοδοτήσεων και βραβεύσεων. Είχε απαξιωθεί στο παρελθόν διότι ο βραβευμένος μιας χρονιάς γινόταν κριτής της επόμενης,
και ο χρηματοδοτούμενος μιας χρονιάς γινόταν χρηματοδότης την επόμενη. Αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα αν τα χρήματα αυτά ήταν χρήματα ενός συλλογικού φορέα. Αλλά ήταν χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου.
Σαν αποτέλεσμα, στην πλάτη του Έλληνα φορολογούμενου γινόταν μια συναλλαγή που είχε λιγότερο να κάνει με επιβράβευση της ποιότητας, και περισσότερο με αλληλοϋποχρεώσεις που μέσα στα χρόνια ανδρώθηκαν. Έπρεπε να βάλουμε τέλος σε αυτή τη συναλλαγή.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο πήραμε αυτήν την απόφαση είναι επίσης λόγος αρχής. Τα χρήματα που διαχειρίζονται οι φορείς είναι κυρίως χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου. Και ως γνωστόν, για αυτά τα χρήματα λογοδοτεί ή θα έπρεπε να λογοδοτεί ο εκάστοτε Υπουργός. Δεν γινόταν όμως αυτό. Μέσα από ένα περίπλοκο σχήμα Υπουργών, Γενικών Συνελεύσεων, Προεδρείων, Διοικητικών Συμβουλίων κλπ. η ευθύνη χανόταν. Αν ρωτήσεις σήμερα ποιος ευθύνεται που το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης οφείλει εκατομμύρια, κανείς δεν θα σηκώσει το χέρι του. Όλοι θα δείχνουν ο ένας τον άλλον. Συνευθύνη στα εύκολα και ανευθυνότητα στα δύσκολα είναι η φόρμουλα που εξασφαλίζει την αδιαφάνεια και την απουσία λογοδοσίας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Επιμένω στο θέμα της ευθύνης διότι πιστεύω ότι είναι κομβικό. Είναι φυσιολογικό και καμιά φορά θεμιτό να την διαχέουμε σε φορείς και σε σύνθετες δομές. Όταν αυτό γίνεται σωστά αυξάνει τον έλεγχο και την λογοδοσία, αυξάνει την πολυφωνία και την δημοκρατικότητα. Όταν όμως αυτή γίνεται λάθος, οδηγεί στην αποποίηση ευθυνών και βοηθάει την συγκάλυψη. Σε ένα επίπεδο αυτό οδηγεί σε σπατάλη και διαφθορά. Σε ένα άλλο όμως επίπεδο οδηγεί σε κάτι πάρα πολύ πιο επικίνδυνο. Εκεί που τα παιχνίδια εξουσίας αφήνουν κενά και επικαλύψεις ο πολίτης εισπράττει γραφειοκρατία και αναποτελεσματικότητα.
Για την Αθηνά, αλλά και κάθε δημιουργό στην Ελλάδα, η δική μας πολιτική ανευθυνότητα μεταφράζεται σε μια φράση που φαντάζομαι έχει ακούσει πολλές φορές στην ζωή της. Την ανέφερε και ο Πρωθυπουργός στην ΔΕΘ: «Όχι. Δεν γίνεται». Δεν υπάρχει κόμμα, εκπρόσωπος του οποίου, να μην έχει αναφερθεί στο μεγαλύτερο πρόβλημα της εποχής μας: Την απελπισία των νέων και την νέα μετανάστευση. Την πεποίθηση των νέων ότι δεν θα έχουν ευκαιρία να δημιουργήσουν αυτό που ονειρεύονται ή ότι για να το δημιουργήσουν θα πρέπει να πάνε σε μια άλλη χώρα. Την πεποίθηση ότι πράγματι στην Ελλάδα τίποτα «δεν γίνεται». Αλήθεια πόσους ακόμα Έλληνες δημιουργούς, επιστήμονες, επιχειρηματίες έχουμε την πολυτέλεια να χάσουμε; Πόσοι ακόμη πρέπει να απελπιστούν μέχρι εμείς να πάρουμε την απόφαση να αλλάξουμε; Σαν πρέσβειρα, όπου πάει η Αθηνά μιλάει για την Ελλάδα. Για την κρίση και τι κάνουμε για να βγούμε από αυτήν. Για τα ταλέντα που γεννιούνται στην Ελλάδα και τον αγώνα που δίνουν για να αντιμετωπίσουν τις αντιξοότητες της κοινωνίας. Αυτά λέει εκείνη.
Συχνά όμως, αυτά που ακούει είναι διαφορετικά. Ακούει για κράτη που έχουν εκτιμήσει και σέβονται την δουλειά των νέων δημιουργών, τόσο σαν καλλιτέχνες όσο και σαν επιχειρηματίες. Για κράτη που τους προωθούν και τους στηρίζουν με κάθε μέσο, σε κάθε ευκαιρία. Και για κράτη των οποίων οι δημόσιες υπηρεσίες είναι περήφανες να έχουν βοηθήσει μια νέα δημιουργό να αναδείξει το έργο της.
Προφανώς ξέρει ότι δεν είναι όλες οι χώρες έτσι. Όμως αναρωτιέται τι στερείτε η δική μας για να πετύχει το ίδιο. Αναρωτιέται τι θα χρειαστεί το «δεν γίνεται» να γίνει «ναι, γίνεται». Και η απάντηση είναι: «όχι πολλά».
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Αυτό που χρειάζεται είναι κάποιος να αναλάβει την ευθύνη και το κόστος της αλλαγής. Διότι η αλλαγή έχει κόστος και είναι άμεσο. Ενώ τα κέρδη έρχονται αργότερα και κανείς δεν θυμάται γιατί ήρθαν. Όμως πριν αποχαιρετήσουμε άλλους νέους δημιουργούς είναι σημαντικό κάποιος να αναλάβει την ευθύνη να αλλάξει τα πράγματα, να πει ότι «ναι γίνεται», και σας καλώ να την αναλάβουμε σήμερα μαζί ψηφίζοντας αυτό το νομοσχέδιο.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Όλοι μας κάπου χρωστάμε ένα «ναι, γίνεται». Ίσως το χρωστάμε στην Αθηνά και στην γενιά της. Όταν καταθέσαμε αυτό το νομοσχέδιο στην βουλή. Θέλαμε να είμαστε σίγουροι ότι είχαμε κάνει ότι μπορούσαμε για να ανοίξουμε ένα νέο δρόμο δημιουργίας, ένα δρόμο αναγνώρισης και τελικά ένα δρόμο προσωπικής εκπλήρωσης.
Θα φανεί στον χρόνο αν πετύχαμε τον στόχο μας. Ίσως το «ναι, γίνεται» το χρωστάμε στις προηγούμενες γενιές που υπέφεραν και τελικά δεν κατάφεραν να πετύχουν όλα αυτά που οραματίστηκαν.
Σίγουρα όμως χρωστάμε ένα «ναι, γίνεται» στις γενιές που έρχονται. Διότι αν τα καταφέρουμε, αυτός ο τόπος που τόσα έχει να αναδείξει θα μπορέσει επιτέλους να αναδείξει ότι πιο αξιόλογο έχει: τους ανθρώπους του.
Αν καταφέρουμε να αλλάξουμε τα πράγματα αυτή η χώρα μπορεί να γίνει ένας παράδεισος δημιουργίας για όλους εκείνους που θέλουν να δημιουργήσουν. Ένας παράδεισος μάθησης για αυτούς που θέλουν να σπουδάσουν και θέλουν να εξασκήσουν την επιστήμη τους. Και ένας παράδεισος επιχειρηματικότητας για αυτούς που θέλουν έτσι να εκφράσουν το δημιουργικό του πνεύμα. Και από αυτό θα καταφέρουμε να εξασφαλίσουμε ότι οι επόμενες γενιές δεν θα είναι οι γενιές του καναπέ και του κυνισμού αλλά γενιές της φαντασίας, της αναζήτησης και της δημιουργίας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Όλοι μας κάπου χρωστάμε ένα «ναι, γίνεται!»